ταλαιπωρία: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=talaiporia
|Transliteration C=talaiporia
|Beta Code=talaipwri/a
|Beta Code=talaipwri/a
|Definition=Ion. [[ταλαιπωρίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[hard work]], [[hard labour]], Hp.Aër.21, Gal.15.620,741; also simply, [[regular]] [[use]], [[exercise]], τῆς χειρός Hp.''Art.''53.<br><span class="bld">2</span> [[hardship]], [[distress]], Th.4.117; <b class="b3">τῇ τοῦ σώματος ταλαιπωρίᾳ</b> And.2.17; <b class="b3">ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία</b> Plb.3.17.8; <b class="b3">ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα ταλαιπωρία</b> Phld.''Oec.''p.53 J.: pl., ταλαιπωρίας [[ἐνδέκεσθαι]] = [[endure]] [[hardship]]s Hdt.6.11; τετρυμένοι τε ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ = [[consume]]d by [[fatigue]] and the [[sun]] ib.12.<br><span class="bld">3</span> [[bodily]] [[suffering]] or [[pain]], caused by [[disease]], Th.2.49.
|Definition=Ion. [[ταλαιπωρίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[hard work]], [[hard labour]], Hp.Aër.21, Gal.15.620,741; also simply, [[regular]] [[use]], [[exercise]], τῆς χειρός Hp.''Art.''53.<br><span class="bld">2</span> [[hardship]], [[distress]], Th.4.117; <b class="b3">τῇ τοῦ σώματος ταλαιπωρίᾳ</b> And.2.17; <b class="b3">ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία</b> Plb.3.17.8; <b class="b3">ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα ταλαιπωρία</b> Phld.''Oec.''p.53 J.: pl., ταλαιπωρίας [[ἐνδέκεσθαι]] = [[endure]] [[hardship]]s [[Herodotus|Hdt.]]6.11; τετρυμένοι τε ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ = [[consume]]d by [[fatigue]] and the [[sun]] ib.12.<br><span class="bld">3</span> [[bodily]] [[suffering]] or [[pain]], caused by [[disease]], Th.2.49.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαιπωρία Medium diacritics: ταλαιπωρία Low diacritics: ταλαιπωρία Capitals: ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ
Transliteration A: talaipōría Transliteration B: talaipōria Transliteration C: talaiporia Beta Code: talaipwri/a

English (LSJ)

Ion. ταλαιπωρίη, ἡ,
A hard work, hard labour, Hp.Aër.21, Gal.15.620,741; also simply, regular use, exercise, τῆς χειρός Hp.Art.53.
2 hardship, distress, Th.4.117; τῇ τοῦ σώματος ταλαιπωρίᾳ And.2.17; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία Plb.3.17.8; ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα ταλαιπωρία Phld.Oec.p.53 J.: pl., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι = endure hardships Hdt.6.11; τετρυμένοι τε ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ = consumed by fatigue and the sun ib.12.
3 bodily suffering or pain, caused by disease, Th.2.49.

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία, Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peine, fatigue, misère, particul. souffrance.
Étymologie: ταλαίπωρος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαιπωρία: ион. τᾰλαιπωρίη ἡ страдание, мучение, мука (ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.): ἀποκαθάρσεις χολῆς μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης Thuc. сопряженные с сильной болью выделения желчи; τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Her. истомленные страданиями и солнечным зноем.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαιπωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ ἐπίμοχθος ἐργασία, πολὺς κόπος, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, τακτικὴ χρῆσις, ἐνέργεια, ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς κόπος, κακοπάθεια, ἀθλιότης, Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ αὐτόθι 12. 3) σωματικὸν πάθημαπόνος προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.

English (Strong)

from ταλαίπωρος; wretchedness, i.e. calamity: misery.

English (Thayer)

ταλαιπωρίας, ἡ (ταλαίπωρος, which see), hardship, trouble, calamity, misery: miseries), Herodotus, Thucydides, Isocrates, Polybius, Diodorus, Josephus, others; the Sept. chiefly for שֹׁד.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α ταλαίπωρος
σωματική κακοπάθεια, κόπωση
νεοελλ.
στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες»)
αρχ.
1. βαριά και επίπονη εργασία
2. εξάσκηση
3. σωματικός πόνος.

Greek Monotonic

τᾰλαιπωρία: Ιων. ταλαιπωρίη, ἡ,
1. σκληρή και κοπιαστική εργασία, μεγάλος κόπος, σε Θουκ.· στον πληθ., κακουχίες, δυσχέρειες, σε Ηρόδ.
2. σωματικός πόνος προκαλούμενος από ασθένεια, σε Θουκ.

Middle Liddell

τᾰλαιπωρία, ἡ,
1. hard work, hardship, suffering, distress, Thuc.; in plural hardships, Hdt.
2. bodily suffering or pain, caused by disease, Thuc. [from τᾰλαίπωρος]

Chinese

原文音譯:talaipwr⋯a 他來-坡里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:重量-問題(無情)
字義溯源:可憐,痛苦,悲慘,暴虐,苦難;源自(ταλαίπωρος)=忍受苦難),由(τάλαντον)=重量,他連得)與(πεῖρα)=實驗)組成,其中 (τάλαντον)出自(Τίτος)Y*=背負),而 (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);羅(1);雅(1)
譯字彙編
1) 苦難(1) 雅5:1;
2) 暴虐(1) 羅3:16

English (Woodhouse)

distress, grief, misery, sorrow, trouble, unhappiness, weariness, mental pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)