θητεύω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiteyo | |Transliteration C=thiteyo | ||
|Beta Code=qhteu/w | |Beta Code=qhteu/w | ||
|Definition=to [[be a serf]] or [[labourer]], Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.''Alc.''6, ''Cyc.''77 (lyr.), Pl.''Euthphr.''4c, ''R.''359d, Phld.''Piet.''63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; <b class="b3">θ. εἰς τὸ τεῖχος</b> [[labour]] at it, Philostr.''Her.''12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ [[serve]], AP5.292.12 (Paul. Sil.). | |Definition=to [[be a serf]] or [[labourer]], Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.''Alc.''6, ''Cyc.''77 (lyr.), Pl.''Euthphr.''4c, ''R.''359d, Phld.''Piet.''63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι [[Herodotus|Hdt.]]8.137; <b class="b3">θ. εἰς τὸ τεῖχος</b> [[labour]] at it, Philostr.''Her.''12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ [[serve]], AP5.292.12 (Paul. Sil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
to be a serf or labourer, Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1211] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.
French (Bailly abrégé)
travailler pour un salaire.
Étymologie: θής.
Russian (Dvoretsky)
θητεύω: (эп. inf. praes. θητευέμεν)
1 (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении (παρά τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;
2 служить (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θητεύω: δουλεύω ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ τεῖχος, ἐργάζομαι εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12.
English (Autenrieth)
(θής), inf. θητευέμεν, aor. θητεύσαμεν: be a day laborer, work for hire.
Greek Monolingual
(ΑΜ θητεύω) θης
1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό
2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη»)
νεοελλ.
κάνω τη θητεία μου.
Greek Monotonic
θητεύω: Επικ. απαρ. θητευέμεν, μέλ. -σω· (θής), είμαι υπηρέτης ή δούλος, υπηρετώ έναντι μίσθωσης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
θητεύω, [θής]
to be a serf or menial, serve for hire, Hom., Hdt., attic
Mantoulidis Etymological
(=δουλεύω μέ μισθό). Ἀπό τό οὐσ. θήςθητός (=δουλοπάροικος), ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: θῆσσα (θηλ.=φτωχή κόρη πού δουλεύει μέ μισθό), θητικός, θητεία.