ὀδυνηρός: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar. | |mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[painful]]=== | |||
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: [[douloureux]]; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: [[schmerzhaft]]; Greek: [[επώδυνος]], [[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]; Ancient Greek: [[ἀλγεινός]], [[ἀλγηρός]], [[ἀλγινόεις]], [[ἀλγυντήρ]], [[ἀλεγεινός]], [[ἀνιαρός]], [[ἀνιηρός]], [[ἀργαλέος]], [[βαρύμοχθος]], [[βαρύς]], [[δακνῶδες]], [[δακνώδης]], [[διώδυνος]], [[δυηπαθής]], [[δυήπαθος]], [[δυσχερής]], [[ἔμπονος]], [[ἐναλγής]], [[ἐπαλγής]], [[ἐπίλυπος]], [[ἐπίπονος]], [[ἐπώδυνος]], [[λυπηρός]], [[λυπρός]], [[ὀδυναρός]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυνηφόρος]], [[ὀδυνῶδες]], [[ὀδυνώδης]], [[περιαλγής]], [[περιώδυνος]], [[πικρός]], [[σμυγερός]], [[χαλεπός]]; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: [[doloroso]]; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: [[doloroso]], [[dolorido]]; Romanian: dureros; Russian: [[болезненный]], [[мучительный]], [[больной]]; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: [[doloroso]]; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol | |||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 1 November 2023
English (LSJ)
Dor. ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρά, ὀδυνηρόν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231; ὀδυνηρότατα πάθη Pl.Grg.525c; ὀδυνηρότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. ὀδυνηρῶς = painfully Arist.HA609b25 : Comp. ὀδυνηρότερον Plu.2.837a.
2 distressing, γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); ὀδυνηρότερος βίοτος Ar.Pl.526; ὀδυνηρὸς πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O.; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.
German (Pape)
[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνηρός: дор. ὀδῠνᾱρός 3
1 причиняющий боль, болезненный, мучительный (ἕλκος Pind.; πάθος Plat.; πλῆγμα Arst.; σύγκοιτις Plut.);
2 полный мучений, страдальческий, горестный (βίος Eur.; βίοτος Arph.).
English (Woodhouse)
painful, causing pain, causing physical pain, giving pain
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμηρός, τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].
Greek Monotonic
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]
1. painful, Pind., Ar.
2. painful, distressing, Eur., Ar.
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἀργαλέος, βαρύμοχθος, βαρύς, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσχερής, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπώδυνος, λυπηρός, λυπρός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, σμυγερός, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol