εὔδοξος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[celebrated]], [[eminent]], [[famous]], [[glorious]], [[of high degree]] | |woodrun=[[celebrated]], [[eminent]], [[famous]], [[glorious]], [[of high degree]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[famous]]=== | |||
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀριδείκετος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόητος]], [[περιθρύλητος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 9 February 2024
English (LSJ)
εὔδοξον, (δόξα) of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 (Sup.), etc.; Νίκη Simon.145, cf. Pi.P.6.17; εὔ. παρά τισι Pl.Lg.773a; νέες εὐδοξόταται = 'crack' ships, Hdt.7.99. Adv. εὐδόξως = remarkably, famously, Pl.Hp.Ma.287e; with distinction, στεφανῶσαί τινα Man.1.102.
German (Pape)
[Seite 1063] in gutem Rufe stehend, berühmt, geehrt, Pind. oft von Menschen, auch νίκα, ἄεθλα, P. 6, 17 I. 3, 1; φρήν, Aesch. Ch. 301; γῆρας, φάμα, Eur. Med. 592 Hipp. 772; νέας εὐδοξοτάτας συναπάσης τῆς στρατιᾶς παρείχετο Her. 7, 99; πόλις, Thuc. 1, 84, Folgde; οἱ παρὰ τοῖς ἔμφροσι εὔδ. γάμοι Plat. Legg. VI, 773 a; καὶ τίμιος Xen. Mem. 4, 2, 28. – Adv., Plat. Hipp. mai. 287 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d'un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; νέας εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;
Cp. εὐδοξότερος, Sp. εὐδοξότατος.
Étymologie: εὖ, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
εὔδοξος:
1 пользующийся хорошей славой, окруженный почетом или уважением, славный (νίκα, ἄνδρες Pind.; γῆρας Eur.; πόλις Thuc.);
2 замечательный, превосходный, отличный (φρήν Aesch.; νέες Her.; δύναμις λόγων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδοξος: -ον, (δόξα) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, ἔντιμος, περίφημος, ἔνδοξος, Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. παρά τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· νέες εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε.
English (Slater)
εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.) glorious of people, things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.
Greek Monolingual
εὔδοξος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλή φήμη, ο ένδοξος, ο τιμημένος (α. «νέες εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, Ηρόδ.
β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», Θουκ.)
επίρρ...
εὐδόξως (Α)
1. ένδοξα, λαμπρά
2. με τιμητική διάκριση («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δοξος (< δόξα), πρβλ. έν-δοξος, παρά-δοξος].
Greek Monotonic
εὔδοξος: -ον (δόξα), καλόφημος, τιμημένος, ένδοξος, δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· νέες εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὔ-δοξος, ον δόξα
of good repute, honoured, famous, glorious, Theogn., Thuc., etc.; νέες εὐδοξόταται ships of best repute, Hdt.
English (Woodhouse)
celebrated, eminent, famous, glorious, of high degree
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀοίδιμος, ἀριδείκετος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, δημολάλητος, διαβόητος, διαπρεπής, διαφανής, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περιθρύλητος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах