ἐπανάστημα: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπανάστημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύκταινα]], [[ρόζος]], [[προεξοχή]] της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῖν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] [[προεξοχή]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προεξοχή]] γης, [[λόφος]]<br /><b>4.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>στημα</i> «[[προεξοχή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]])]. | |mltxt=[[ἐπανάστημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύκταινα]], [[ρόζος]], [[προεξοχή]] της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῖν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] [[προεξοχή]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προεξοχή]] γης, [[λόφος]]<br /><b>4.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>στημα</i> «[[προεξοχή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[swelling]]=== | |||
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: [[gonflement]]; Galician: inchazo, inchazón; German: [[Anschwellen]], [[Anschwellung]], [[Schwellung]]; Greek: [[πρήξιμο]], [[διόγκωση]], [[οίδημα]]; Ancient Greek: [[ἀποίδησις]], [[ἄσκωμα]], [[βύκτης]], [[διόγκωσις]], [[διοίδησις]], [[ἔξαρμα]], [[ἐξόγκωμα]], [[ἐξόγκωσις]], [[ἐξοίδησις]], [[ἐπανάστημα]], [[ἔπαρμα]], [[ἔπαρσις]], [[ἐποίδησις]], [[θαλέθω]], [[κανθύλη]], [[κύρτωμα]], [[ὄγκωμα]], [[οἴδημα]], [[οἴδησις]], [[οἶδμα]], [[οἶδος]], [[παράπρισις]], [[παροίδησις]], [[πρῆγμα]], [[πρηδών]], [[πρῆσμα]], [[σπάργησις]], [[τύλη]]; Irish: at; Italian: [[gonfiore]], [[gnocco]]; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: [[tumor]], [[tumiditas]], [[tumentia]]; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: [[inchaço]], [[inchação]]; Romanian: umflare, umflătură; Russian: [[опухание]], [[опухоль]], [[припухлость]]; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: [[inflamación]], [[hinchazón]]; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق | |||
}} | }} |
Revision as of 13:34, 12 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A rising, blister, Sch.Ar.Ra.238.
2 eminence, hill, ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24.
3 crest of a helmet, Hsch. s. vv. λόφος, χαλκόλοφον, EM570.4.
German (Pape)
[Seite 901] τό, Erhabenheit, Geschwulst, Schol. Il. 13, 132 Schol. Ar. Ran. 233.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάστημα: τό, ἔξαρμα τῆς ἐπιδερμίδος, φλύκταινα γινομένη εἰς τὰς χεῖρας ἐκ τῆς κωπηλασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 233. ΙΙ. τὸ ἔκ τινος ἀνυψούμενον, «λόφος... γῆς ἐπανάστημα» Ἡσύχ.· «τὸ ἐπανάστημα τῆς περικεφαλαίας» ὁ αὐτὸς ἐν λ. χαλκόλοφον (κατὰ τὸν Κώδικα χαλκός· λόφον), πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 132.
Greek Monolingual
ἐπανάστημα, το (Α)
1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῖν», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γεν. κάθε προεξοχή
3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος
4. λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, θαλέθω, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق