ἀπερινόητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "ακατανόητος, ακαταλαβίστικος, ακατάληπτος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, [[ἀζήτη...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "δυσξύνετος, σκοτεινός" to "δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός") |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[incomprehensible]]=== | |trtx====[[incomprehensible]]=== | ||
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий | Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий | ||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 27 February 2024
English (LSJ)
ἀπερινόητον,
A incomprehensible, v.l. in S.E.P.2.70, Ph. 1.581, Dam.Pr.4, PMag.Par.1.1138.
2 inconceivable, i.e. indefinitely short, χρόνος Epicur.Ep.1p.10U.
II unintelligent, Eust. 644.43.
III Adv. ἀπερινοήτως = inadvisedly, Plb.4.57.10.
2 inperceptibly, S.E.P.3.145 codd.
Spanish (DGE)
(ἀπερῐνόητος) -ον
I 1imperceptible χρόνος Epicur.Ep.[2] 46.
2 incomprensible σχῆμα κόσμου PMag.4.1138, cf. Dam.Pr.4, del Verbo divino, Ph.1.581, Ep.Diog.1.2, de Dios, Clem.Al.Ecl.21, del Hijo A.Io.77.
3 ininteligible ἀ. γίνεται τὸ λεγόμενον Chrys.M.59.53, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.509A.
II que no entiende, incapaz de entender γλῶσσα Eust.644.43, c. gen. ψυχὴ ... ἀ. δὲ τοῦ πατρός Athenag.Leg.27.2.
III adv. ἀπερινοήτως
1 incomprensiblemente de la generación del Hijo de Dios ἐγεννήθη δὲ ... ἀ. Ath.Al.M.25.201B, ὁ δὲ ἐκ τοῦ ὄντος ἀ. προελθών Cyr.Al.M.73.925C, cf. Apol.Orient.11.
2 irreflexivamente, poco inteligentemente οἱ δὲ παρεισπεσόντες ἀ. Plb.4.57.10.
German (Pape)
[Seite 288] unbegreiflich, Sext. Emp.; adv. ἀπερινοήτως, unversehens, Pol. 4, 57, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερινόητος: непонятный, непостижимый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερινόητος: -ον, ἀκατανόητος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, Φίλων 1. 581. ΙΙ. ὁ χυδαῖος, Εὐστ. 644. 43. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Πολύβ. 4. 57, 10.
Greek Monolingual
ἀπερινόητος, -ον (AM)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος
μσν.
αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει κάτι, αμαθής
αρχ.
1. μη κατανοητός
2. (για χρόνο) πολύ σύντομος, ανεπαίσθητος.
Léxico de magia
v. σχῆμα
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий