ἀκατανόητος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
}}
{{trml
|trtx====[[incomprehensible]]===
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ακατανόητος]]; Ancient Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий
}}
}}

Revision as of 08:43, 28 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανόητος Medium diacritics: ἀκατανόητος Low diacritics: ακατανόητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanóētos Transliteration B: akatanoētos Transliteration C: akatanoitos Beta Code: a)katano/htos

English (LSJ)

ἀκατανόητον, inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch. s.v. δύσληπτα, Glossaria on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv. ἀκατανοήτως Suid. s.v. Νουμᾶς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desconocido Clem.Al.Strom.5.1.6.
2 inconcebible φῶς ἄφθιτον, ἀόρατον, ἀκατανόητον Luc.Philopatr.13, cf. Sch.Opp.H.4.520, Gr.Nyss.Or.Catech.43.5.
3 difícil de comprender Hsch.s.u. δύσληπτα.
II adv. ἀκατανοήτως = incomprensiblemente Ath.Al.M.28.785B, Sud.s.u. Νουμᾶς.

German (Pape)

[Seite 69] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατανόητος: непонятный, непостижимый (φῶς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανόητος: -ον, = ἀκατάληπτος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 13 καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανόητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός
νεοελλ.
ο περίεργος, ο ανεξήγητος
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατανοῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία].

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий