δυσηλεγής: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysilegis | |Transliteration C=dysilegis | ||
|Beta Code=dushlegh/s | |Beta Code=dushlegh/s | ||
|Definition=δυσηλεγές, (ἄλγος, | |Definition=δυσηλεγές, ([[ἄλγος]], [[ἀλεγεινός]]) Homeric [[epithet]] of [[death]] and [[war]], [[bringing bitter grief]], [[cruel]], [[ruthless]], [[θάνατος]], [[πόλεμος]], Od.22.325, Il.20.154; <b class="b3">πηγάδες… δυσηλεγέες</b> [[cruel]] [[frost]]s, Hes.''Op.''506; δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ Id.''Th.''652; also of men, πολῖται Thgn.795; γείτονες Max.87. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:16, 17 October 2024
English (LSJ)
δυσηλεγές, (ἄλγος, ἀλεγεινός) Homeric epithet of death and war, bringing bitter grief, cruel, ruthless, θάνατος, πόλεμος, Od.22.325, Il.20.154; πηγάδες… δυσηλεγέες cruel frosts, Hes.Op.506; δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ Id.Th.652; also of men, πολῖται Thgn.795; γείτονες Max.87.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [formas no contr. Il.20.154, Od.22.325, Hes.Op.506; plu. dat. -έεσσιν Max.273]
cruel, duro de cosas y abstr. πόλεμος Il.l.c., θάνατος Od.l.c., h.Ap.367, πηγάδες ... δυσηλεγέες crueles escarchas Hes.l.c., δεσμός Hes.Th.652, tb. de pers. πολῖται Thgn.795, Mimn.7.1, γείτονες Max.87, cf. l.c.
•horrible, desagradable λαιμός Nonn.D.4.373.
German (Pape)
[Seite 680] ές (λέγω, vgl. τανηλεγής), schwerdaniederstreckend, hart bettend; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = schmerzlich, unangenehm; πηγάδες Hes. O. 504; δεσμός, schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dur, pénible, cruel.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος ; ou sel. d'autres δυσ-, ἀλέγω.
Russian (Dvoretsky)
δυσηλεγής: жестокий, беспощадный, мучительный (θάνατος, πόλεμος Hom.; δεσμός, πηγάδες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσηλεγής: -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, ἑπομένως, σκληρός, ἀνηλεής, δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ τανηλεγής, ἐκ τοῦ λέγω, κοιμίζω, βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ ἀπηλεγέως, ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ ἀλέγω, κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ ἄλγος = δυσαλγής.
Greek Monolingual
δυσηλεγής, -ές (Α)
σκληρός, οδυνηρός, άσπλαχνος.
Greek Monotonic
δυσηλεγής: -ές (λέγω, αποκοιμίζω, πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό κρεβάτι, αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Middle Liddell
δυσ-ηλεγής, ές λέγω to lay asleep] [cf. τανηλεγής
laying one on a hard bed, of death, Hom., Hes.