λοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοχίζω]], fut. -σω = [[λοχάω]],]<br /><b class="num">I.</b> to lie in [[wait]] for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling [[into]] an [[ambuscade]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[place]] in [[ambush]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[distribute]] men in companies (λόχοἰ, to put them in [[order]] of [[battle]], Hdt., Plut.
|mdlsjtxt=[[λοχίζω]], fut. -σω = [[λοχάω]],]<br /><b class="num">I.</b> to lie in [[wait]] for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling [[into]] an [[ambuscade]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[place]] in [[ambush]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[distribute]] men in companies (λόχοἰ, to put them in [[order]] of [[battle]], Hdt., Plut.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[in insidiis collocare]]'', to [[post in ambush]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.107.3/ 3.107.3],<br>PASS. ''[[insidiis excipi]]'', to [[be caught by an ambush]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.115.1/ 5.115.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> τῶν]
}}
}}

Revision as of 13:36, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχίζω Medium diacritics: λοχίζω Low diacritics: λοχίζω Capitals: ΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: lochízō Transliteration B: lochizō Transliteration C: lochizo Beta Code: loxi/zw

English (LSJ)

A = λοχάω, lie in wait for:—Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Th.5.115, cf. D.C.41.51.
2 place in ambush, λοχίζει ἐς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Th. 3.107; λ. ἐν τόπῳ D.H.2.55: c. dat. loci, Id.3.64 (nisi leg. χωρίοις) ; λοχίσαντος is prob. l. in Plu.Oth.7.
3 beset with an ambuscade, λελοχισμένον χωρίον D.H.1.79.
II distribute men in companies (λόχοι), and so, put them in order of battle, Hdt.1.103, Aen. Tact.1.5, Plu.Sull.27:—Pass., to be so distributed, Agatharch.Fr. Hist.17J., D.H.2.14, etc.
III λοχίζει· ἐπιβουλεύεται, Hsch.

French (Bailly abrégé)

I. (λόχος, embuscade);
1 mettre en embuscade;
2 surprendre dans une embuscade;
II. (λόχος, troupe) partager par compagnies, par escouades.
Étymologie: λόχος.

German (Pape)

1 Einem im Hinterhalte auflauern, ihm nachstellen, τινά, Vetera Lexica; λοχισθέντες διεφθάρησαν, sie kamen durch einen Hinterhalt um, 1.115; DC. 41.51; χωρίον λελοχισμένον, der mit einem Hinterhalte besetzte Ort, Dion.Hal. 1.79 und öfter; ὁπλίτας ἐς ὁδόν, in Hinterhalt legen, Thuc. 3.107; Plut. Oth. 7 und andere Spätere
2 einen Heerhaufen in Rotten, λόχοι, abteilen und danach aufstellen, Her. 1.103; pass., Ath. VI.272c
3 nach Hesych. auch = λοχεύω, gebären.

Russian (Dvoretsky)

λοχίζω:
1 размещать в засаде, посылать для устройства засады (ὁπλίτας ἐς ὁδόν Thuc.);
2 устраивать засаду, pass. попадать в засаду (λοχισθέντες διεφθάρησαν Thuc.);
3 распределять или размещать по лохам, делить на отряды (τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχίζω: λοχάω, ἐνεδρεύω, τινά· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, ἐνεδρευθέντες κατεστράφησαν, Θουκ. 5. 115, πρβλ. Δίωνα Κ. 41. 51. 2) τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, λοχίζει εἰς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Θουκ. 3. 107· λ. ἐν... Διον. Ἁλ. 2. 55· μετὰ δοτ. τόπου, ὁ αὐτ. 3. 64· οὕτω, λοχίσαντος εἶναι ἡ πιθ. γραφὴ ἀντὶ λοχήσαντος ἐν Πλουτ. Ὄθωνι 7. 3) περιβάλλω δι’ ἐνέδρας, ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., χωρίον λελοχισμένον Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. διαμοιράζω ἀνθρώπους εἰς σώματα στρατιωτικὰ (λόχους), καὶ οὕτω, παρατάσσω αὐτοὺς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 1. 103, Πλουτ. Σύλλ. 27. ― Παθ., διαμερίζομαι εἰς λόχους, Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D, Διον. Ἁλ. 2. 14, κτλ. ΙΙΙ. = λοχεύω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοχίζω (Α) λόχος
1. ενεδρεύω, παραφυλάω
2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.)
3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον χωρίον», Δίον. Αλ.)
4. συγκροτώ λόχους και τους παρατάσσω για μάχη («ὁ Σύλλας οὔτε τάξιν ἀποδοὺς οὔτε λοχίσας τὸ οἰκεῖον στράτευμα... ἐτρέψατο τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «λοχίζει... επιβουλεύεται»
6. παθ. λοχίζομαι
α) πέφτω θύμα ενέδρας, παγιδεύομαι
β) διαμερίζομαι σε λόχους, συγκροτούμαι κατά λόχους.

Greek Monotonic

λοχίζω: μέλ. λοχίσω, = λοχάω, ενεδρεύω, τινά·
I. Παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, καταστράφηκαν, κατακερματίστηκαν πέφτοντας στην ενέδρα, σε Θουκ.
2. τοποθετώ σε ενέδρα, στον ίδ.
II. διαμοιράζω άνδρες σε στρατιωτικά σώματα (λόχοι), τους παρατάσσω σε μάχη, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Middle Liddell

λοχίζω, fut. -σω = λοχάω,]
I. to lie in wait for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Thuc.
2. to place in ambush, Thuc.
II. to distribute men in companies (λόχοἰ, to put them in order of battle, Hdt., Plut.

Lexicon Thucydideum

in insidiis collocare, to post in ambush, 3.107.3,
PASS. insidiis excipi, to be caught by an ambush, 5.115.1, [vulgo commonly τῶν]