λήγω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> λήξω, <i>ao.</i> ἔληξα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire cesser : [[μένος]] IL sa colère ; χείρας φόνοιο OD écarter ses mains (<i>càd</i> s’abstenir) d’un meurtre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> cesser, finir, se terminer : [[οὐ]] λήξω [[πρίν]] IL je ne cesserai pas avant que… ; [[ἐν]] σοὶ μὲν λήξω, σέεο δ’ ἄρξομαι IL je vais cesser avec toi, mais commencer avec toi ; ἡ [[ἡμέρη]] ἔληγε HDT le jour finissait ; λ. ἔς [[τι]] HDT se terminer en qch ; τὸ λῆγον <i>t. de log.</i> la conséquence, le résultat ; <i>t. de gramm.</i> se terminer, avoir pour terminaison : ἡ λήγουσα ([[συλλαβή]]) syllabe finale;<br /><b>2</b> cesser, se reposer, se calmer : [[νότος]] λήγει SOPH le notus se calme ; avec un gén. : λήγειν ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, χοροῦ, <i>etc.</i> IL mettre fin à une querelle, à un accès de colère, à un meurtre, à une danse, <i>etc.</i> ; λ. θρήνων, [[γόων]] SOPH cesser des plaintes, des gémissements ; λ. [[τοῦ]] βίου XÉN cesser de vivre, mourir ; <i>avec un part.</i> : [[ὁπότε]] λήξειεν ἀείδωνIL (attendre) qu’il eût cessé de chanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> λήγομαι <i>t. de gramm.</i> se terminer ; μακρᾷ λήγεσθαι se terminer par une syllabe longue ; βραχείᾳ λήγεσθαι se terminer par une brève.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à la R. Λεχ, être couché ; v. [[λέγω]]¹. | |btext=<i>f.</i> λήξω, <i>ao.</i> ἔληξα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire cesser : [[μένος]] IL sa colère ; χείρας φόνοιο OD écarter ses mains (<i>càd</i> s’abstenir) d’un meurtre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> cesser, finir, se terminer : [[οὐ]] λήξω [[πρίν]] IL je ne cesserai pas avant que… ; [[ἐν]] σοὶ μὲν λήξω, σέεο δ’ ἄρξομαι IL je vais cesser avec toi, mais commencer avec toi ; ἡ [[ἡμέρη]] ἔληγε HDT le jour finissait ; λ. ἔς [[τι]] HDT se terminer en qch ; τὸ λῆγον <i>t. de log.</i> la conséquence, le résultat ; <i>t. de gramm.</i> se terminer, avoir pour terminaison : ἡ λήγουσα ([[συλλαβή]]) syllabe finale;<br /><b>2</b> cesser, se reposer, se calmer : [[νότος]] λήγει SOPH le notus se calme ; avec un gén. : λήγειν ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, χοροῦ, <i>etc.</i> IL mettre fin à une querelle, à un accès de colère, à un meurtre, à une danse, <i>etc.</i> ; λ. θρήνων, [[γόων]] SOPH cesser des plaintes, des gémissements ; λ. [[τοῦ]] βίου XÉN cesser de vivre, mourir ; <i>avec un part.</i> : [[ὁπότε]] λήξειεν ἀείδωνIL (attendre) qu’il eût cessé de chanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> λήγομαι <i>t. de gramm.</i> se terminer ; μακρᾷ λήγεσθαι se terminer par une syllabe longue ; βραχείᾳ λήγεσθαι se terminer par une brève.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à la R. Λεχ, être couché ; v. [[λέγω]]¹. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=inf. ληγέμεναι, ipf. λῆγ, fut. λήξω, aor. 3 pl. λῆξαν: [[leave]] [[off]], [[cease]], w. gen. or w. [[part]]., Il. 6.107, Il. 21.224; trans., [[abate]], [[μένος]], Il. 13.424; χεῖρας φόνοιο, ‘[[stay]]’ my hands [[from]] [[slaughter]], Od. 22.63. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep. aor.
A ἔλληξα A.R.2.84:—stay, abate, Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424, cf. 21.305; λ. γόον AP7.549 (Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63. II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν . . Il.19.423; οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97, cf. Hes. Op.368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at... Hdt.7.216, cf. Th.7.6; ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc., λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op.414; λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag.1534 (lyr.), S.Aj.258 (anap.); ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp.183e. 2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319,224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394; ἀοιδῆς Hes.Th.48 (dub. l.); κλαυμάτων A.Pers.705 (troch.); θρήνων, γόων, S.El.104 (anap.), 353; ὀδύνης Pl.Phdr.255d; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8; φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op.421; also λ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928: c. dat., λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9 (ii B.C.). 3 c. part., ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191, cf. Od.8.87; οὐ πρὶν λήξω . . ἐναρίζων Il.21.224; εὖτ' ἂν φλέγων . . ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers.365, cf. 831; τὸ σκέλος ῥίψαντες λήγομεν Ar.Pax332; λήγει κινούμενον Pl.Phdr.245c, etc. 4 with Preps., λ. ἔς τι Hdt.4.39, Plot.3.2.2; ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75 (73). 5 Gramm., terminate, of a word, εἰς ε λ. A.D.Pron.11.9, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313. 6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112. 7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 (Thera); also περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98; τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4.
German (Pape)
[Seite 37] (vgl. λέγω, legen), aufhören lassen, besänftigen, beruhigen; μένος, den Zorn stillen, Il. 13, 424; οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ' ἔτι μᾶλλον χώετο, 21, 305; auch τινά τινος, οὐδέ κεν ἃς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, die Hände vom Morden aufhören lassen, Od. 22, 63. – Gew. intr., aufhören, Ggstz von ἄρχομαι, Il. 9, 97; ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος κορέσασθαι, Hes. O. 366, wie Theocr. 17, 1 u. in Prosa, ἕωθεν ἀρξάμενοι ἀκούειν τῶν προσιόντων οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 42; sich legen, nachlassen, abstehen von Etwas, oft absolut, Il. 21, 248, λήξαντος οὔρου Pind. P. 4, 292, ψεκὰς δὲ λήγει Aesch. Ag. 1516, ὀξὺς νότος ἃς λήγει Soph. Ai. 251, πόνου λήξαντος Phil. 634, öfter, ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Plat. Conv. 183 e; ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen. An. 7, 6, 6, u. sonst; εἴς τι, Her. 4, 39. – Häufiger c. gen., οὐδ' Ἀγαμέμνων λῆγ' ἔριδος, Il. 1, 319, er ließ nicht ab vom Streite, hörte nicht auf zu streiten, öfter χόλοιο, φόνοιο u. ä.; κλαυμάτων λήξασα τῶνδε, Aesch. Pers. 691; ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε, Soph. O. C. 340; ὕπνου, μόχθου, Eur. Rhes. 71 El. 340; in Prosa sehr geläufig, τῆς ὀδύνης, ἔρωτος, Plat. Phaedr. 240 e 255 d; τῶν πόνων, Isocr. 1, 14; Sp., wie Pol. τῆς ἐπιβολῆς, 4, 82, 2. – Auch c. partic., Τρῶας δ' οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων, Il. 21, 224, ich werde nicht eher aufhören zu tödten, vgl. 9, 191 Od. 8, 87; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα λήξῃ, Aesch. Pers. 357; οὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων, Eur. Ion 182; οὔποτε λήγει κινο ύμενον, Plat. Phaedr. 245 c; Xen. Ages. 11, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λήγω: Δωρ. λάγω, ὃ ἴδε: μέλλ. -ξω: Ἐπικ. ἀόριστ. ἔλληξα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84. (Ἴσως ἐκτεταμ. ἐκ τῆς √ΛΑΓ· ἴδε λαγαρός). Καταπαύω, καταστέλλω, ὡς τὸ παύω, Ἰδομενεὺς δ’ οὐ λῆγε μένος μέγα Ἰλ. Ν. 424, πρβλ. Φ. 305· λ. γόον Ἀνθ. Π. 7. 549· - μετὰ γεν., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, δὲν ἤθελον σταματήσῃ τὰς χεῖράς μου ἀπό..., Ὀδ. Χ. 63. ΙΙ. συνηθέστερον ἀμετάβ., παύομαι, τελειώνω, καταλήγω, ἐπὶ λόγου, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ ὁδοῦ, κτλ., οὐ λήξω, πρίν... Ἰλ. Τ. 423· οὐδ’ ἔτ’ ἔληγε μέγας θεὸς Φ. 248· ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ’ ἄρξομαι Ι. 97, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 48, Ἔργ. κ. Ἡμ. 366· λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν, τελειώνει, καταλήγει εἰς..., Ἡρόδ. 7. 216, πρβλ. 4. 39· ἡ ἡμέρη ἔληγε 9. 52, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 6· ἐπὶ θερμότητος, ἀνέμου, βροχῆς, κτλ., λ. μένος ἠελίοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 412· λήξαντος οὔρου Πινδ. Π. 4. 520· ψακὰς λήγει, νότος λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534, Σοφ. Αἴ. 258· ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Πλάτ. Συμπ. 183Ε. 2) μετὰ γεν., παύομαι ἀπό τινος, παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράττω τι, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατῶν, πόνου, χοροῦ Ἰλ. Α. 319, κ. ἀλλ.· ἀοιδῆς Ἡσ. Θ. 48· κλαυμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 705· θρήνων, γόων Σοφ. Ἠλ. 104, 353· ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κτλ.· λ. τοῦ βίου, δηλ. ἀποθνήσκω, Ξεν. Ἀπολ. 8· φύλλα λ. πτόρθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419· ὡσαύτως, λήγειν ἀπ’ ἔργων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 928. 3) μετὰ μετοχ., ὁπότε λήξειεν ἀείδων Ἰλ. Ι. 191, πρβλ. Ὀδ. Θ. 87· οὐ πρὶν λήξω... ἐναρίζων Ἰλ. Φ. 224· οὕτως, εὖτ’ ἂν φλέγων... ἥλιος χθόνα λήξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 365, πρβλ. 831· λήγομεν ῥίψαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 332· λήγει κινούμενον Πλάτ. Φαῖδρ. 245C, κτλ. 4) μετὰ προθέσεων, ληγ. ἔς τι Ἡρόδ. 4. 39· ἐπί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 73.
French (Bailly abrégé)
f. λήξω, ao. ἔληξα;
I. tr. faire cesser : μένος IL sa colère ; χείρας φόνοιο OD écarter ses mains (càd s’abstenir) d’un meurtre;
II. intr. 1 cesser, finir, se terminer : οὐ λήξω πρίν IL je ne cesserai pas avant que… ; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέεο δ’ ἄρξομαι IL je vais cesser avec toi, mais commencer avec toi ; ἡ ἡμέρη ἔληγε HDT le jour finissait ; λ. ἔς τι HDT se terminer en qch ; τὸ λῆγον t. de log. la conséquence, le résultat ; t. de gramm. se terminer, avoir pour terminaison : ἡ λήγουσα (συλλαβή) syllabe finale;
2 cesser, se reposer, se calmer : νότος λήγει SOPH le notus se calme ; avec un gén. : λήγειν ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, χοροῦ, etc. IL mettre fin à une querelle, à un accès de colère, à un meurtre, à une danse, etc. ; λ. θρήνων, γόων SOPH cesser des plaintes, des gémissements ; λ. τοῦ βίου XÉN cesser de vivre, mourir ; avec un part. : ὁπότε λήξειεν ἀείδωνIL (attendre) qu’il eût cessé de chanter;
Moy. λήγομαι t. de gramm. se terminer ; μακρᾷ λήγεσθαι se terminer par une syllabe longue ; βραχείᾳ λήγεσθαι se terminer par une brève.
Étymologie: pê apparenté à la R. Λεχ, être couché ; v. λέγω¹.
English (Autenrieth)
inf. ληγέμεναι, ipf. λῆγ, fut. λήξω, aor. 3 pl. λῆξαν: leave off, cease, w. gen. or w. part., Il. 6.107, Il. 21.224; trans., abate, μένος, Il. 13.424; χεῖρας φόνοιο, ‘stay’ my hands from slaughter, Od. 22.63.