μήτε: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(μή τε): [[regularly]] correlative, [[μήτε]].. [[μήτε]], [[neither]].. [[nor]], ([[not]]) [[either]].. or, [[dividing]] a [[single]] neg. [[statement]]. [[μήτε]].. τε, Il. 13.230. For the [[difference]] [[between]] [[μήτε]] and [[οὔτε]], see μή.
|auten=(μή τε): [[regularly]] correlative, [[μήτε]].. [[μήτε]], [[neither]].. [[nor]], ([[not]]) [[either]].. or, [[dividing]] a [[single]] neg. [[statement]]. [[μήτε]].. τε, Il. 13.230. For the [[difference]] [[between]] [[μήτε]] and [[οὔτε]], see μή.
}}
{{Slater
|sltr=[[μήτε]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> μή [[μήτε]], [[neither]] — [[nor]]. ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ [[γῆρας]] ἱξέμεν βίου (Pae. 6.116) [coni. Bergk (O. 11.18)]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[μήτε]] [[μήτε]], c. impv. ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, [[μήτε]] κάδεα θεράπευε (I. 8.6)—7.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[μήτε]] δέ, in [[wish]]. μήτ' ὦν τινι [[πῆμα]] πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.297)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> μή [[μήτε]] [[μηδέ]], c. impv. μή [[νυν]], [[ὅτι]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν [[μηδὲ]] τούσδ ὕμνους (I. 2.44)
}}
}}

Revision as of 12:18, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτε Medium diacritics: μήτε Low diacritics: μήτε Capitals: ΜΗΤΕ
Transliteration A: mḗte Transliteration B: mēte Transliteration C: mite Beta Code: mh/te

English (LSJ)

   A and not, mostly doubled, μήτε . . μήτε . . neither . . nor... Hom., etc.; μήτε... μήτ' οὖν . . A.Ag.358 (anap.), 472 (lyr.); μηδέ τῳ ἐκφάσθαι, μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν Od.13.308; μήτε... μηδέ, v. μηδέ; μήτε... τε . . both not... and... Il.13.230, Hdt.1.63, E.Heracl. 454, Lys.12.72; also μήτε... δέ . . S.OC421, Pl.Lg.627e; μή... μήτε . . S.OC496 codd., E.IA978 codd.    2 μήτε is perh. sts. omitted in the former of two clauses, ἑκόντα μήτ' ἄκοντα S.Ph.771 (v. l.), cf. Ant.267.

German (Pape)

[Seite 178] und nicht, gew. μήτεμήτε, weder – noch, wie οὔτε Unterabtheilungen eines verneinenden Satzes bildend, in allen den Fällen. in welchen μή steht; μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν, Od. 13, 308, öfter, wie bei den Folgdn überall; auch mehrere Male wiederholt, μήτ' εἰσδέχεσθαι μήτε προσφωνεῖν τινα μήτ' ἐν θεῶν εὐχαῖσι μήτε θύμασι κοινὸν ποιεῖσθαι, μήτε χέρνιβας νέμειν, Soph. O. R. 238 ff.; auch οὔτεμήτε, οὔτ' ἂν δυναίμην μήτ' ἐπισταίμην λέγειν, Ant. 682. – Auch tritt statt des zweiten μήτε ein einfaches τε ein, wodurch ein größerer Nachdruck auf diesen affirmirenden Satztheil fällt, τῷ νῦν μήτ' ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ, so viel wie »höre nicht auf, sondern ermahne einen jeden«, Il. 13, 230; χρῆν γάρ σε μήτ' αὐτόν ποτ' ἐς Τροίαν μολεῖν ἡμᾶς τ' ἀπείργειν, Soph. Phil. 1347, vgl. Trach. 579; Aesch. Eum. 821; Plat. Rep. V, 469 c; Xen. An. 2, 2, 8 u. sonst nicht selten; wovon sich die Fälle unterscheiden, wo μήτε nur einmal steht u. bei dem andern Satzgliede zu ergänzen ist, ἐφίεμαι ἑκόντα μήτ' ἄκοντα, Soph. Phil. 760; vgl. O. C. 1557; anakoluthisch folgt auch δέ, 422. Vgl. μηδέ.

Greek (Liddell-Scott)

μήτε: κατὰ τὸ πλεῖστον διπλοῦν, μήτε... μήτε..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. κτλ.· μήτε..., μήτ’ οὖν... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358, 472· - ἀλλ’ ἐνίοτε, μηδέ..., μήτε, Ὀδ. Ν. 308, κτλ.· μήτε..., μηδέ, ἴδε ἐν λέξ. μηδέ· μήτε..., τε..., Ἰλ. Ν. 230, Ἡρόδ. 1. 63, Εὐρ. Ἡρακλ. 454· (ὡσαύτως, κατ’ ἀνακόλουθον, μήτε..., δέ..., Σοφ. Ο. Κ. 423, Πλάτ. Νόμ. 627Ε)· μή..., μήτε..., Σοφ. Ο. Κ. 496, Εὐρ. Ι. Α. 978. 2) μήτε, ἐνίοτε παραλείπεται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν δύο προτάσεων, ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα Σοφ. Φ. 771, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 373 (ἔνθα ὁ Πόρσ. μήτε)· πρβλ. οὔτε II. 5. δ.

French (Bailly abrégé)

adv.
ni, correspond à μή, comme οὔτε à οὐ.
Étymologie: μή, τε.

English (Autenrieth)

(μή τε): regularly correlative, μήτε.. μήτε, neither.. nor, (not) either.. or, dividing a single neg. statement. μήτε.. τε, Il. 13.230. For the difference between μήτε and οὔτε, see μή.

English (Slater)

μήτε
   a μή μήτε, neithernor. ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (Pae. 6.116) [coni. Bergk (O. 11.18)]
   b μήτε μήτε, c. impv. ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)—7.
   c μήτε δέ, in wish. μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.297)
   d μή μήτε μηδέ, c. impv. μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους (I. 2.44)