τελέθω: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[τέλλω]]): poetic synonym of [[εἶναι]] or γίγνεσθαι, νὺξ [[ἤδη]] τελέθει, ‘it is [[already]] [[night]],’ Il. 7.282 ; ἄρνες [[ἄφαρ]] κεραοὶ τελέθουσιν, ‘[[become]] [[horned]],’ ‘[[get]] horns’ [[straightway]], Od. 4.85 ; παν- τοῖσι τελέθοντες, ‘[[assuming]] [[all]] sorts of shapes,’ Od. 17.486. | |auten=([[τέλλω]]): poetic synonym of [[εἶναι]] or γίγνεσθαι, νὺξ [[ἤδη]] τελέθει, ‘it is [[already]] [[night]],’ Il. 7.282 ; ἄρνες [[ἄφαρ]] κεραοὶ τελέθουσιν, ‘[[become]] [[horned]],’ ‘[[get]] horns’ [[straightway]], Od. 4.85 ; παν- τοῖσι τελέθοντες, ‘[[assuming]] [[all]] sorts of shapes,’ Od. 17.486. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[τελέθω]] (τελέθει, -οντι.)<br /> <b>a</b> be counted as, be δαέντι δὲ καὶ [[σοφία]] [[μείζων]] [[ἄδολος]] τελέθει (O. 7.53) αἱ [[δύο]] δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι (P. 2.31) κέρδει δὲ τί [[μάλα]] [[τοῦτο]] κερδαλέον τελέθει; (P. 2.78) [[ποτὶ]] [[κέντρον]] δέ [[τοι]] λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς [[οἶμος]] (P. 2.95) ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς [[χρονία]] τελέθει (P. 3.115) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν [[ἀπορία]] τελέθει (N. 7.105)<br /> <b>b</b> be the [[natural]] outcome c. ἐκ c. gen. ἐκ πόνων δ' οἳ σὺν νεότατι γένωνται [[σύν]] τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς [[γῆρας]] αἰὼν [[ἡμέρα]] (N. 9.44) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
3sg. Ion. Iterat.
A τελέθεσκε h.Cer.241:—poet. Verb, cogn. with τέλομαι, τέλλω, and πέλω (qq. v.), come into being, νὺξ τελέθει Il.7.282, 293; τελέθουσι γυναῖκες Emp.65.1: then simply to be so and so, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τ., Il.9.441, Od.19.328; ζαχρηεῖς τ. Il.12.347; ζαφλεγέες τ. 21.465; ἀμείνων τελέθει Od.7.52; παντοῖοι τ. 17.486; ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τ. 4.85; so also Hes. Op.181,506, Thgn.770, Orac. ap. Hdt.7.141, Epich. 170, Pi.P.2.78, and lyr. passages of Trag., as A.Supp.1040, E.Andr.783 (not in S.); not in Att. Prose, but in X.An.3.2.3, 6.6.36; also Ion., Hp.Morb.2.5, al.; and Dor., Tab.Heracl.1.111, Theoc.5.18, al., f.l. in Diotog. ap. Stob.4.1.133 (codd. SMA). II Med. τελέθομαι, become, ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται Ps.-Phoc.104.
German (Pape)
[Seite 1084] (τέλλω, τέλος), werden, entstehen, geworden sein, und vollendet dasein; νὺξ τελέθει, es ist tiefe Nacht geworden, Il. 7, 282. 293, vgl. οἳ τὸ πάροσπερ ζαχρηεῖς τελέθουσι, 12, 347. 359; Od. 17, 486; Hes. O. 183. 508; an θάλλω erinnernd, vollkommen sein u. blühen, ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσι, Il. 9, 441, vgl. 21, 465 Od. 19, 328; ἀμείνων τελέθει, er ist tüchtiger, 7, 52; τελέθεσκε, H. h. Cer. 241; im Orak. bei Her. 7, 141; oft bei Pind., ἄδολος τελέθει Ol. 7, 53, τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2, 95, ἐκ πόνων τελέθει αἰὼν ἁμέρα N. 9, 44, αἱ δύο ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι P. 2, 30; ἐν δ' ἀΐστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά, Aesch. Ag. 454, u. öfter; Eur. Med. 1096; sp. D., wie Nossis 4 (IX, 332), Antp. Th. 26 (VII, 531).
Greek (Liddell-Scott)
τελέθω: γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. ῥῆμα, ἴσως ἀρχαῖος τύπος τοῦ τέλλω ΙΙ, ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, γίνομαι, εἶμαι, ὑπάρχω, νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, ἁπλῶς, εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις σημασία δὲν εἶναι σπανία παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· ἀμείνων τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, οἷον Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = τελέω, φέρω εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, λαμβάνω ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et impf. itér.
1 être complet, achevé, dans sa plénitude;
2 être, se trouver : ἔκ τινος naître de qch.
Étymologie: cf. τέλλω.
English (Autenrieth)
(τέλλω): poetic synonym of εἶναι or γίγνεσθαι, νὺξ ἤδη τελέθει, ‘it is already night,’ Il. 7.282 ; ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσιν, ‘become horned,’ ‘get horns’ straightway, Od. 4.85 ; παν- τοῖσι τελέθοντες, ‘assuming all sorts of shapes,’ Od. 17.486.
English (Slater)
τελέθω (τελέθει, -οντι.)
a be counted as, be δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (O. 7.53) αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι (P. 2.31) κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; (P. 2.78) ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.95) ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει (P. 3.115) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.105)
b be the natural outcome c. ἐκ c. gen. ἐκ πόνων δ' οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44)