ὅλος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[ὅλη]], ὅλον;<br />qui forme un tout, tout entier, entier : [[ὅλη]] ἡ [[πόλις]] <i>ou</i> ἡ [[πόλις]] [[ὅλη]] PLAT la cité entière ; τῆς ἡμέρας ὅλης XÉN tout le jour ; δι’ ὅλης τῆς νυκτός XÉN toute la nuit ; <i>au plur.</i> [[οἱ]] ὅλοι ATT la totalité, tous ; τὰ ὅλα, tout le monde <i>ou</i> l’univers ; περὶ [[τῶν]] ὅλων κινδυνεύειν, παραβάλλεσθαι, ἡττᾶσθαι, <i>etc.</i> DÉM être dans le plus grand danger, tout perdre, <i>etc. ; adv.</i> • ὅλον, • τὸ ὅλον, en général, en somme ; • καθ’ ὅλον, <i>m. sign.</i> ; • [[τῷ]] ὅλῳ καὶ παντί PLAT absolument, complètement ; • δι’ ὅλου PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' p. *ὁλϜός de *σολϜός, cf. <i>lat.</i> solus.
|btext=[[ὅλη]], ὅλον;<br />qui forme un tout, tout entier, entier : [[ὅλη]] ἡ [[πόλις]] <i>ou</i> ἡ [[πόλις]] [[ὅλη]] PLAT la cité entière ; τῆς ἡμέρας ὅλης XÉN tout le jour ; δι’ ὅλης τῆς νυκτός XÉN toute la nuit ; <i>au plur.</i> [[οἱ]] ὅλοι ATT la totalité, tous ; τὰ ὅλα, tout le monde <i>ou</i> l’univers ; περὶ [[τῶν]] ὅλων κινδυνεύειν, παραβάλλεσθαι, ἡττᾶσθαι, <i>etc.</i> DÉM être dans le plus grand danger, tout perdre, <i>etc. ; adv.</i> • ὅλον, • τὸ ὅλον, en général, en somme ; • καθ’ ὅλον, <i>m. sign.</i> ; • [[τῷ]] ὅλῳ καὶ παντί PLAT absolument, complètement ; • δι’ ὅλου PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' p. *ὁλϜός de *σολϜός, cf. <i>lat.</i> solus.
}}
{{Slater
|sltr=[[ὅλος]] (-ῳ, -ον) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[whole]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of [[time]]. τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον (O. 2.30) [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> of [[extent]], [[number]]. [[διχόμηνις]] ὅλον [[χρυσάρματος]] ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.19) ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν (O. 10.43) ὅλον [[δίφρον]] κομίξαις i. e. in [[one]] [[piece]] (P. 5.50) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα (Pae. 4.45) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> dub. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ πτε[ρ]οε[ (ὀλοῷ coni. [[van]] Groningen: cf. Alkman, fr. 116 P. M. G.) fr. 1a. 6.
}}
}}

Revision as of 14:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅλος Medium diacritics: ὅλος Low diacritics: όλος Capitals: ΟΛΟΣ
Transliteration A: hólos Transliteration B: holos Transliteration C: olos Beta Code: o(/los

English (LSJ)

η, ον, Ion. οὖλος, η, ον, as in Hom. (twice, v. infr.), Xenoph. (v. infr.), Parm.8.4, Hp.Acut.14, Carn.13, al. (but ὅλος in Hdt.2.126, 4.64,7.167, 8.113 (cf.

   A ἡμι-ολίας 5.88), Hp.Epid.1.7, Herod.3.18,5.12, 6.7 (but οὖλος 8.56) ; ὅλως dub. in Thgn.73 codd.) :—whole, entire, complete in all its parts, of persons and things, ἄρτος οὖλος a whole loaf, Od.17.343 ; μηνὶ δ' ἄρ' οὔλῳ in a whole month, 24.118 ; οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δέ τ' ἀκούει (sc. ὁ θεός) Xenoph.24 ; ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός, i.e. the full moon, Pi.O.3.19 ; ὁ ὅ. χρόνος ib.2.30 ; τρεῖς ὅλους . . ἑκμήνους χρόνους S.OT1136 ; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων a whole city, E.Ph.1131 ; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον Id.Cyc.217 ; ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς Ar.Ach.85 ; λαβράκιον ὀπτᾶν ὅ. Antiph.222.3, etc. ; πόλεις ὅλαι whole, entire cities, Pl.Grg.512b ; ὅλη ἡ πόλις, the city as a whole, Id.R.519e ; ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν learn whole poets by heart, Id.Lg.811a : it may either precede the Art. or follow the Subst., τῆς ἡμέρας ὅλης in the course of the whole day, X.An.3.3.11 ; δι' ὅλης τῆς νυκτός ib.4.2.4 ; ὅλην τὴν νύκτα or τὴν νύκτα ὅλην, Id.Cyr. 7.5.15, Men.67.2, Pl.Smp.219c ; ὅ. τὸ δέρμα Men.498 ; ἡ πόλις ὅ. Id.882, etc. : less freq. between Art. and Subst., τὸν ὅ. ἀμφὶ χρόνον Pi. O.2.30 ; ἡ ὅ. ἀδικία Pl.R.344c ; τὸ ὅ. πρόσωπον Id.Prt.329e ; τῇ ὅ. φάλαγγι X.An.4.8.11 : joined with εἷς, ἡμέρας . . οὐχ ὅλης μιᾶς S.Ph. 480 ; εἶδος ἓν ὅλον Pl.Ti.56e ; with πᾶς, ὅλην καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν Id.Lg.808a, cf. R.486a ; πρὸς τῷ διακινδυνεύειν ὅ. καὶ πᾶς ἦν Plb.3.94.10 (so without πᾶς, οὕτως ἔκφρων ἦν καὶ ὅλος πρὸς τῷ λήμματι καὶ τῷ δωροδοκήματι, ὥστε . . D.19.127) ; τὸ ὅ. αὐτοῖς ἦν καὶ τὸ πᾶν Ἀπελλῆς Plb.5.26.5.    2 whole, i. e. safe and sound, ὑγιὴς καὶ ὅ. Lys.6.12, cf. Pl. Men.77a.    3 entire, utter, ὅ. ἁμάρτημα an utter blunder, X.HG5.3.7 ; πλάσμα ὅ. ἐστὶν ἡ διαθήκη utter fiction, D.45.29.    4 neut. as Adv., ὅλον or τὸ ὅ. wholly, entirely, διαφέρει ὅ. τε καὶ πᾶν Pl.Alc.1.109b ; διαφέρει ὅ. καὶ τὸ πᾶν Id.Lg.944c ; ὅλῳ καὶ παντί Id.Phd.79e ; τῷ ὅ. καὶ παντὶ διοίσει Id.R.527c ; τῷ παντὶ καὶ ὅ. Id.Lg.734e ; εἰς τὸ ὅ. Id.Plt. 302b : with a Prep., κατὰ ὅλον on the whole, generally, opp. ἀπολαβὼν μέρος τι, Id.R.392d ; so κατὰ ὅλου Id.Men.77a ; δι' ὅλου, καθ' ὅλου (v. διόλου, καθόλου) ; αἱ κράσεις δι' ὅλων Plu.2.1078c, cf. 1078d : in this signf. also without a Prep., τὸ μὲν ὅ. generally speaking, Pl.Phdr. 261a, D.44.11 ; τὸ δ' ὅ. and in general, in short, PTeb.33.16 (ii B. C.) ; οὐδὲ Φιλόξενον ὅλ' ἐξ ὅλων εὗρον I have entirely failed to find P., POxy. 936.20 (iii A. D.).    5 = πᾶς, all, ὅλων στρατηγός S.Aj.1105, cf. Men. Pk.225, Nonn.D.47.482, AP5.216 (Paul. Sil.), 7.679 (Sophronius) ; ὅλη πόλις every city, LXX 1 Ki.14.23 ; πρὸ τῶν ὅ. τὸ προσκύνημά σου ποιῶ before all things, PTeb.418.4 (iii A. D.) ; ἀσπάζομαι . . πάντας τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὅ. κατ' ὄνομα PLond.2.404.15 (iv A. D.), cf. PIand. 13.20 (iv A. D.).    II as Subst., τὸ ὅ. the universe, Pl.Grg. 508a, Ly.214b, etc. ; differing from τὸ πᾶν, as implying a definite order, Arist.Metaph.1024a3, cf. Pl.Tht.204a sq. (but as not including void, Placit.2.1.7) ; also ἡ τῶν ὅ. τάξις X.Cyr.8.7.22.    2 τὰ ὅ. one's all, τὰ ὅ. πεπρακέναι D.18.28 ; τοῖς ὅ. ἡττᾶσθαι lose one's all, be utterly ruined, Id.9.64 ; in full, τοῖς ὅ. πράγμασιν ἐσφαλμένος Plb. 18.33.1, etc. ; τοῖς ὅ., = ὅλως, altogether, Philipp. ap. D.18.39 : with neg., not at all, Phld.Rh.2.135S., Aristid.2.274,304J. ; τοῖς ὅ. ἠφάνισαν utterly destroyed it, PRyl.152.14 (i A. D.), cf. Aristid.2.262J. ; κινδυνεύει τῷ ὅ. ἐξαρθῆναι there is a risk of its being entirely carried away, PRyl.133.19 (i A. D.).    III Adv. ὅλως (Dor. οὔλως Pempel. ap.Stob.4.25.52) wholly, altogether, ὅ. σοφόν Pl.R.568a ; ἀλγοῦνθ' ὅ. Id.Phlb.36a ; ὅ. ψεύδεται he speaks utter falsehood, Isoc.15.31, etc.    2 on the whole, speaking generally, in short, ὅ. δ' οὐδεὶς ἔστιν ὅντιν' οὐ πεφενάκικ' ἐκεῖνος D.2.7, cf. 14,al. ; διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅ. τὰς ἐπιθυμίας Pl.R.437b, cf. Cra.406a ; τί οὖν κωλύει πάντα ἀφῃρῆσθαι καὶ ὅ. τὴν πολιτείαν ; D.20.3 ; ὅ. εἰπεῖν Arist.Ph.202b19, etc.    3 freq. with a neg. (first in Thgn.73, s. v. l.), οὐχ ὅ. or ὅ. οὐ not at all, ὅ. μὴ διαλέγεσθαι X.Mem.1.2.35 ; ὅ. οὔτ' ἀφελὼν οὔτε προσθείς D.3.35 ; οὔτ' ἐλεῶν οὔθ' ὅ. ἄνθρωπον ἡγούμενος Id.21.101, cf. 46 ; οὐδὲ εἷς ὅ. Men.65.9 ; μὴ ὄντος ὅ. τοῦ Σωκράτους Arist.Cat.13b19 ; μηδὲ ὅ. εἶναι τοὺς θεούς Luc.Tim.10.    4 actually, really, καλῶς ποιήσεις ἐλθοῦσα . . πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅ. ἴδωμέν σε POxy.1676.31 (iii A. D.) ; so perh. in 1 Ep.Cor.5.1. (ὅλ (ϝ) ος from I.-E. *sólwos, cf. Skt. sárvas 'whole', and perh. Lat. salus, salvus.)

German (Pape)

[Seite 326] ion. u. ep. οὖλος, s. unten (heil, vgl. salvus, solidus), ganz, unversehrt, vollständig; ὅλον στρατόν, Pind. Ol. 11, 45; ὅλον ἂν χρόνον, N. 3, 47; vgl. Ol. 2, 33; ὅλον ἑσπέρας όφθαλμόν, vom Vollmonde, Ol. 3, 20; ἡμέρας τοι μόχθος οὐχ ὅλης μιᾶς, Soph. Phil. 478; ὕπαρχος ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγός, nicht Feldherr über das ganze Heer, Ai. 1084; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων, Phoen. 1138; τῆς ἡμέρας ὅλης, den ganzen Tag hindurch, Xen. An. 3, 3, 11; δι' ὅλης τῆς νυκτός, 4, 2, 4; u. so auch bei Plat. neben dem subst. mit dem Artikel, ὅλῳ τῷ ὀνόματι Crat. 393 e, τὸν βίον ὅλον Rep. III, 411 a, τὴν νύκτα ὅλην Conv. 219 c; wenn es einen Gesammtbegriff ausdrücken soll, steht τὴν ὅλην ἀδικίαν ἠδικηκώς, Rep. I, 344 c, πρὸς τὸ ὅλον πρόσωπον, Prot. 329 e; auch ohne Artikel, ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν Legg. VII, 811 a, πόλεις ὅλας σώζει Gorg. 512 b; dem ἥμισυ entgegengesetzt, Conv. 191 b; ὅλην καὶ πᾶσαν οἰκίαν, Legg. VII, 808 a; ὅλος und πᾶς unterschieden Theaet. 204 b; – τὰ ὅλα πράγματα, die Hauptsache, das Ganze, Dem. 1, 3; vgl. Xen. Cyr. 8, 1, 13; ἡ τῶν ὅλων τάξις, 8, 7, 22; κινδυνεύειν τοῖς ὅλοις πράγμασιν, von der höchsten Gefahr, wo Alles auf dem Spiele steht, Pol. 1, 70, 1; so σφάλλεσθαι, 18, 16, 1, ἀγνοεῖν, 18, 19, 6, κρατεῖν τῶν ὅλων, 3, 90, 11 u. öfter; auch τοῖς ὅλοις πρῶτος οὐ τύχην, οὐδ' ἀνάγκην διακοσμήσεως ἀρχήν, ἀλλὰ τὸν νοῦν ἐπέστησε, Plut. Pericl. 5, vom Anaxagoras, dem All, allen Dingen, der ganzen Welt; τὸ ὅλον, das Ganze, Plat. oft. – Adverbial werden ὅλον und τὸ ὅλον gebraucht, im Ganzen, überhaupt, διαφέρει δὲ ὅλον που καὶ τὸ πᾶν, Plat. Legg. XII, 944 c Alc. I, 109 b; καὶ τὸ ὅλον, Xen. Mem. 4, 1, 2; εἰς τὸ ὅλον, Plat. Polit. 302 b; καθ' ὅλον, Rep. III, 392 d; auch καθ' ὅλου, Men. 77 a, ein bei Arist. sehr häufiger Ausdruck, auch als ein Wort geschrieben, s. oben, dem καθ' ἕκαστα, den einzelnen Beziehungen, entgegengstzt; ὅλῳ καὶ παντί, ganz und gar, Plat. Phaed. 79 c u. öfter, auch τῷ ὅλῳ καὶ παντί, Rep. VII, 527 ci Pol. vrbdt oft ὅλος καὶ πᾶς, ganz und gar, εἶναι πρός τινι, 3, 94, 10. 32, 1, 5; τὸ ὅλον αὐτοῖς ἦν καὶ πᾶν Ἀπελλῆς, er war ihr Eins und ihr Alles, 5, 26, 5. – Adv. ὅλως, gänzlich, im Ganzen, überhaupt, Plat. Phaed. 64 e; bes. nach Aufzählungen, wie denique, kurz, διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας, Rep. IV, 437 b; vgl. Dem. Lpt. 3 u. Wolf p. 220; οὐχ ὅλως, ganz und gar nicht, Pol. 20, 5, 10 u. A.; οὐδὲ ὅλως, überall nicht einmal, Ath.

Greek (Liddell-Scott)

ὅλος: -η, -ον, Ἰων. οὖλος, -η, -ον, ὥς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁλόκληρος, ἀκέραιος, πλήρης ἐν πᾶσι, Λατ. integer, (καὶ κατωτ. ΙΙ), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, οὖλος ἄρτος, ὁλόκληρος ἄρτος, «ἕνα πλαστό», Ὀδ. Ρ. 343· μηνί δ’ ἄρ’ οὔλῳ, ἐντὸς ἑνὸς ὁλοκλήρου μηνός, Ω 118· οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δὲ τ’ ἀκούει (δηλ. ὁ Κόσμος) Ξενοφάν. 1· ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός, δηλ. ἡ πανσέληνος, Πινδ. Ο. 3. 35· ὅλος χρόνος αὐτόθι 2. 54· τρεῖς ὅλους ... ἐκμήνους χρόνους Σοφ. Ο. Τ. 1136· ἐπ’ ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων, ὁλόκληρον πόλιν, Εὐρ. Φοίν. 1131· ἐκπιεῖν ὅλον πίθον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 217· ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς Ἀριστοφ. Ἀχ. 85· λαβράκιον ὀπτᾶν ὅλον Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 3, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πόλεις ὅλαι, σημαίνει ὁλόκληροι πόλεις, Πλάτ. Γοργ. 512Β ἀντίθετον τῷ ὅλη ἡ πόλις, ἡ ὅλη πόλις, ὁλόκληρος, ὡς ἓν ὅλον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Ε· ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν, ἐκμανθάνειν αὐτοὺς ὁλοκλήρους ἀπὸ στήθους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811Α· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου δύναται ἢ νὰ προηγῆται τοῦ οὐσιαστ. ἢ νὰ ἕπηται αὐτῷ, τῆς ἡμέρας ὅλης, δι’ ὅλης τῆς ἡμ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 11· δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς αὐτόθι 4. 2, 4· ὅλην τὴν νύκτα ἢ τὴν νύκτα ὅλην ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 15, Πλάτ. Συμπ. 219C· τὸν βίον ὅλον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 411Α· σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ αὐτόθι 518C· ὅλον τὸ δέρμα Μένανδ. ἐν «Φανίῳ» 1· ἡ πόλις ὅλη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 506, κτλ.· ― ἀλλὰ δύναται νὰ παρεμβάλληται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ οὐσιαστ. ἂν τὸ οὐσιαστ. εἶναι ἀφηρημένον, ἡ ὅλη ἀδικία Πλάτ. Πολ. 344C, πρβλ. Πρωτ. 329Ε· ― μετὰ τοῦ εἷς, ἡμέρας ... οὐχ ὅλης μιᾶς Σοφ. Φιλ. 480· εἶδος ἓν ὅλον Πλάτ. Τίμ. 56Ε· μετὰ τοῦ πᾶς, ὅλην καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 808Α, πρβλ. Πολ. 486Α· πρὸς τὸ διακινδυνεύειν ὅλος καὶ πᾶς ἦν Πολύβ. 3. 94, 10· τὸ ὅλον αὐτοῖς καὶ πᾶν ἦν Ἀπελλῆς ὁ αὐτ. 5. 26, 5· ἴδε κατωτ. 3. 2) ὁλόκληρος, ἀκέραιος, δηλ. καλῶς ἔχων, ὑγιής καὶ ὅλος Λυσ. 104. 17, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 77Α. 3) ὁλόκληρος, τέλειος, «σωστὸς», ὅλον ἁμάρτημα, «σωστὸν σφάλμα», Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 7· πλάσμα ὅλον, ὅλως πλαστὸν, Δημ. 1110. 18· ἐπὶ προσώπων, ὅλος εἶναι πρός τι, Λατ. totus in illis, ὁ αὐτ. 380. 14. 4) κατ’ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὅλον ἢ τὸ ὅλον, ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Β, κτλ.· ὅλον τε καὶ πᾶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 914C· ὅλῳ καὶ παντὶ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 79Ε, κτλ.· τῷ ὅλῳ καὶ παντὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527C τῷ παντὶ καὶ ὅλῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731Ε· εἰς τὸ ὅλον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302Β. ― μετὰ προθέσ., κατὰ ὅλον, καθόλου, γενικῶς, ἀντίθετον τῷ καθ’ ἕκαστα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 392D, κ. ἀλλ.· οὕτω, κατὰ ὅλου ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 77Α· δι’ ὅλου, καθ’ ὅλου (ἴδε ἐν λέξει διόλου, καθόλου)· αἱ κράσεις δι’ ὅλων Πλούτ. 2. 1078C, πρβλ. D. 5) = πᾶς, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνθ. Π. 5. 217, Νόνν., κλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 440· ― τὸ ὅλων στρατηγὸς ἐν Σοφ. Αἴ. 1105 φαίνεται ὅτι εἶναι συμπάντων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ ὅλον, τὸ σύμπαν, Πλάτ. Γοργ. 508Α, Λυσ. 214Β, κλ.· διαφέρον ἀπὸ τοῦ τὸ πᾶν, ὡς σημαῖνον πλήρη τάξιν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1-4, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 204Α κἑξ. ― οὕτω, τὰ ὅλα Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) τὰ ὅλα, πᾶν ὅ,τι ἔχει τις, τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 231. 27 τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι, σφαλῆναι, κτλ., καταστραφῆναι ἐντελῶς, Δημ. 127. 23, Πολύβ. 18. 16, 1, κτλ.· τοῖς ὅλοις - ὅλως, ἐντελῶς ὁλοκλήρως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 239. 5. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ὅλως, ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, ὅλως σοφὸν, Πλάτ. Πολ. 568Α· ἀλγοῦνθ’ ὅλως ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 36Α· ὅλως ψεύδεται Ἰσοκρ. 316D, κτλ. 2) καθόλου, καθόλου εἰπεῖν, ἐν ὀλίγοις, ὡς τὸ ἑνὶ λόγῳ, Λατιν. denique, ὅλως δ’ ἔστιν οὐδεὶς ὅντιν’ οὐ πεφενάκικεν ἐκεῖνος Δημ. 20. 5, πρβλ. 22. 2, κ. ἀλλ.· διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Πολ. 437Β, πρβλ. Κρατ. 406Α· τὶ οὖν κωλύει πάντα ἀφῃρῆσθαι καὶ ὅλως τὴν πολιτείαν; Δημ. 458. 2, πρβλ. αὐτόθιὅλως εἰπεῖν Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 7, κτλ. 3) συχνάκις μετ’ ἀρνήσ., οὐχ ὅλως, οὐδόλως, Πλάτ. Φαίδων 64Ε· ὅλως μὴ διαλέγεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35· ὅλως οὔτ’ ἀφελὼν οὔτε προσθεὶς Δημ. 38. 13· οὔτ’ ἐλεῶν οὔθ’ ὅλως ἄνθρωπον ἡγούμενος ὁ αὐτ. 517. 17, πρβλ. 529. 7· οὐδὲ εἷς ὅλως Μένανδρ. ἐν «Ἀρρ.» 1. 9· μὴ ὄντος ὅλως τοῦ Σωκράτους Ἀριστ. Κατηγ. 10. 37· μηδὲ ὅλως εἶναι τοὺς θεοὺς Λουκ. Τίμων 14· ― ἴδε ἀνωτ. Ι. 4. (Ὁ Ἰωνικ. τύπος οὖλος, δηλ. ὄϝλος, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἀρχικὸς τύπος, πρβλ. Σανσκρ. sarv-as (omnis): ὁ Festus ἑρμηνεύει τὸ ἀρχ. Λατ. sollum διὰ τοῦ totum et solidum· ― ἀλλὰ τὰ ὅλος, οὖλος, δὲν σχετίζονται πρὸς τὸ Λατ. salvus, ἴδε ἐν λέξ. οὔλω· καὶ περὶ τῶν ἄλλων σημασιῶν τοῦ οὖλος, ἴδε οὖλος).

French (Bailly abrégé)

ὅλη, ὅλον;
qui forme un tout, tout entier, entier : ὅληπόλις ouπόλις ὅλη PLAT la cité entière ; τῆς ἡμέρας ὅλης XÉN tout le jour ; δι’ ὅλης τῆς νυκτός XÉN toute la nuit ; au plur. οἱ ὅλοι ATT la totalité, tous ; τὰ ὅλα, tout le monde ou l’univers ; περὶ τῶν ὅλων κινδυνεύειν, παραβάλλεσθαι, ἡττᾶσθαι, etc. DÉM être dans le plus grand danger, tout perdre, etc. ; adv. • ὅλον, • τὸ ὅλον, en général, en somme ; • καθ’ ὅλον, m. sign. ; • τῷ ὅλῳ καὶ παντί PLAT absolument, complètement ; • δι’ ὅλου PLUT m. sign.
Étymologie: p. *ὁλϜός de *σολϜός, cf. lat. solus.

English (Slater)

ὅλος (-ῳ, -ον)
   1 whole
   a of time. τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον (O. 2.30) ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49)
   b of extent, number. διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.19) ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν (O. 10.43) ὅλον δίφρον κομίξαις i. e. in one piece (P. 5.50) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα (Pae. 4.45)
   c dub. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ πτε[ρ]οε[ (ὀλοῷ coni. van Groningen: cf. Alkman, fr. 116 P. M. G.) fr. 1a. 6.