καθάρειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_3)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
}}
{{eles
|esgtx=[[blanco]], [[no integral]], [[con pureza]]
}}
}}

Revision as of 10:28, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρειος Medium diacritics: καθάρειος Low diacritics: καθάρειος Capitals: ΚΑΘΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: katháreios Transliteration B: kathareios Transliteration C: kathareios Beta Code: kaqa/reios

English (LSJ)

later καθάριος [θᾰ], ον, (καθαρός) of persons,

   A cleanly, neat, tidy, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh.1381b1: -ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA626a24; καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33 (καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things, ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; καθαριώτερα (or -ειότερα) ὅπλα Plb. 11.9.5; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb.5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.841 (καθαρά codd.). Adv. -είως cleanly, tidily, ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly, κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27; clearly, ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5; also, frugally, μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2; ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35; μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).    II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach.244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [-ειος is written in Phld.Rh. l.c. (Comp.), PSI3.158.50 (Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: -ιος never.] -ειότης, later καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity, διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.    2 scrupulousness, moral integrity, IG4.1 (Aegina, ii B.C.), OGI339.14 (Sestos, ii B.C.).    3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους . . [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl.in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu.2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.

German (Pape)

[Seite 1281] = καθάριος; πῦρ Eur. I. A. 1112, wenn die Lesart richtig ist; βίος Ath. III, 74 d. – Adv., Ath. IV, 152 a; im Ggstz von πολυτελῶς, mäßig u. anständig, Eubul. Ath. VII, 311 d, wie Nicostrat. ib. II, 65 d. S. καθάριος.

Greek (Liddell-Scott)

καθάρειος: καὶ καθάριος, ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, καθαρός, ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, κομψός, Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ ζῷον (δηλ. ἡ μέλισσα), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· καθάριος ἀκολουθίσκος Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 550Α· καθάριος τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ σκευασία καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· βίος, δίαιτα καθάρειος Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - οὕτως Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, καθαρός, καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι καθάρειος, ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ἀλλ’ οὐδέποτε συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον καθάριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pur, propre.
Étymologie: καθαρός.

Spanish

blanco, no integral, con pureza