περίκειμαι: Difference between revisions
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(strοng) |
(T21) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[περί]] and [[κεῖμαι]]; to [[lie]] [[all]] [[around]], i.e. [[inclose]], [[encircle]], [[hamper]] ([[literally]] or [[figuratively]]): be [[bound]] (compassed) [[with]], [[hang]] [[about]]. | |strgr=from [[περί]] and [[κεῖμαι]]; to [[lie]] [[all]] [[around]], i.e. [[inclose]], [[encircle]], [[hamper]] ([[literally]] or [[figuratively]]): be [[bound]] (compassed) [[with]], [[hang]] [[about]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[περί]] and [[κεῖμαι]]); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[lie]] [[around]] (cf. [[περί]], III:1): [[περί]] (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12) τί (A. V. were hanged, ἔχοντες περικείμενον [[ἡμῖν]] [[νέφος]] (A. V. are [[composed]] [[about]] [[with]] a [[cloud]] etc.), Buttmann, 50 (44)), to be compassed [[with]], [[have]] [[round]] [[one]], ([[with]] the accusative; cf. Winer s Grammar, § 32,5; Buttmann, § 134,7): ἅλυσιν, [[δεσμά]], ἀσθένειαν, [[infirmity]] cleaves to me, ὕβριν, Theocritus, 23,14; ἀμαυρωσιν, [[νέφος]], Clement of [[Rome]], 2 Corinthians 1,6 [ET]). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
English (LSJ)
inf. -κεῖσθαι : fut. -κείσομαι : —used as Pass. of περιτίθημι,
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.) κρύπτοισιν περικείμεναι . . κνάμισες Alc.15 ; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ; π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu.Dio 56 : c. acc., σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3 : with a Prep., περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA764b30 : abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3. 2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321. b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.). II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ; στεφάνους Plu.Arat.17; πτέρυγα Luc.Icar.14 ; προσωπεῖον Id.Nigr.11, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with... Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ; τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20 ; περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κεῖμαι), 1) rings umher oder herumliegen, herumgelegt, gefügt sein, wie ein perf. pass. zu περιτίθημι, τινί; τόξον αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο, Od. 21, 54, der ihn umgab; εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν, über den Patroklus hingestreckt liegend, ihn umfaßt haltend, Il. 19, 4; u. absolut, τεῖχος περίκειται, die Mauer liegt rund herum, Hes. Th. 733; οἷς στέφανος περίκειται, die umkränzt sind, Pind. Ol. 8, 76; αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις, von dem goldenen Kleide der Göttinn, Thuc. 2, 13. – Uebertr., οὔ τί μοι περίκειται, Il. 9, 321, = περίεστι, d. i. ich habe keinen Nutzen davon. – 2) umgeben sein, um sich oder an sich haben, περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι, Her. 1, 171; auch περικείμενος ὕβριν, Theocr. 23, 14; περικείμενος τὴν πτέρυγα, Luc. Icarom. 14, vgl. Pisc. 33; auch περικείμενος προσωπεῖον, Nigr. 11; στεφάνους περικείμενοι, bekränzt, Plut. Arat. 17; übertr. κηλὶς αὐτῷ περίκειται, Dio 56.
Greek (Liddell-Scott)
περίκειμαι: ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· -ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρακατατίθημι, κεῖμαι τινα περιβάλλων αὐτὸν πανταχόθεν, εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν, κείμενον καὶ ἔχων τοὺς ἑαυτοῦ βραχίονας περὶ τὸν Πάτρ., Ἰλ. Τ. 4· γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο, ὑπῆρχε θήκη πέριξ τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ. 54· οἷς στέφανος περίκειται Πινδ. Ο. 8. 100· π. τινὶ σχῆμα καὶ ὄνομα τῆς βασιλείας Ἡρῳδιαν. 6. 1· π. τινὶ κηλὶς Πλουτ. Δίων 56· μετ’ αἰτ., σφέας εὐδίη περικέεται Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 3· -ἀπολ., τεῖχος περίκειται Ἡσ. Θεογ. 733· τὰ περικείμενα χρυσία, πλάκες χρυσοῦ ἐπιτεθειμέναι (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐλέφαντος ἀγάλματος), Θουκ. 2. 13 ὁ κημὸς περίκειται Ξεν. Ἱππ. 5. 3. 2) μεταφορ., οὔ τι μοι περίκειται, δὲν ὑπάρχει ὠφέλεια εἰς ἐμέ, οὐδὲν πρὸς ἐμέ, Ἰλ. Ι. 321· ὡς τὸ οὔ τι περιττὸν ἢ πλέον ἔχω. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔχω περὶ ἐμαυτόν, φορῶ, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., περικείμενοι [τελαμῶνα] περὶ τοῖσι αὐχέσι Ἡρόδ. 1. 171· οὕτω, τιάρας περ. Στράβ. 733· στεφάνους Πλουτ. Ἄρατ. 17· πτέρυγα, προσωπεῖον Λουκ. Ἰκαρομέν. 14, Νιγρῖν. 11· π. στρατιωτικὴν δύναμιν, περιβεβλημένος.., Πλουτ. Πομπ. 51· π. ὕβριν, περιβεβλημένος ἀλαζονείαν, Θεόκρ. 23. 14· πρβλ. ἐπιέννυμι· -σπανίως ἐν ἄλλαις ἐγκλίσεσι, περίκεισο ἄνθεα, ἔχε ἄνθη περὶ σεαυτόν, Ἀνθ. Π. 11. 38· περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικὸν Ἡρῳδιαν. 3. 5., 5. 4· τὴν ἅλυσιν ταύτην π. Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 20.
French (Bailly abrégé)
I. intr. :
1 être étendu autour et tenir embrassé, τινι ; abs. être jeté, répandu çà et là;
2 s’étendre autour, entourer : γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο OD un étui entourait l’arc ; avec le gén. : τὰ τῆς θεοῦ περικείμενα χρυσία THC l’or suspendu ou appliqué à la statue de la déesse ; fig. s’attacher à, dat. ou acc.;
3 être de reste : οὔ τι μοι περίκειται IL il ne me reste rien, je n’ai rien gagné;
II. Pass. être entouré, enveloppé : στεφάνους PLUT de couronnes ; περίκεισθαι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι HDT porter des baudriers suspendus autour du cou.
Étymologie: περί, κεῖμαι.
English (Autenrieth)
ipf. περίκειτο: lie or be placed (pass. of περιτίθημι) around, as a covering, Od. 21.54; in embrace, Il. 19.4; fig., remain over; οὐδέ τί μοι περίκειται, ‘I have won nothing by it,’ Il. 9.321.
English (Slater)
περίκειμαι
1 lie around, crown ἕκτος οἶς ἤδη στέφανος περίκειται (O. 8.76)
English (Strong)
from περί and κεῖμαι; to lie all around, i.e. inclose, encircle, hamper (literally or figuratively): be bound (compassed) with, hang about.
English (Thayer)
(περί and κεῖμαι); from Homer down;
1. to lie around (cf. περί, III:1): περί (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12) τί (A. V. were hanged, ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος (A. V. are composed about with a cloud etc.), Buttmann, 50 (44)), to be compassed with, have round one, (with the accusative; cf. Winer s Grammar, § 32,5; Buttmann, § 134,7): ἅλυσιν, δεσμά, ἀσθένειαν, infirmity cleaves to me, ὕβριν, Theocritus, 23,14; ἀμαυρωσιν, νέφος, Clement of Rome, 2 Corinthians 1,6 [ET]).