κυώ

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source

Greek Monolingual

κυῶ, -έω (Α)
1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ' ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.)
3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον καὶ τὸν ἔνον καρπόν
ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου μετά κύνα, καὶ ὁ ἕτερος φανερὸς εὐθὺς κυούμενος
κυεῑ γὰρ ὥσπερ βότρυς ὁμοσχήμων», Θεόφρ.)
4. (για φυτά) παράγω άνθη
5. μτφ. α) κυοφορώ («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾱσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ τέχνη ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)
β) έχω βάρος («ἡ ψυχή μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῦτο κυοῡσα», Ξεν.)
5. μέσ. κυοῡμαι, -έομαι
γεννώ, τίκτω
7. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κυούμενον
το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα
8. (το θηλ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκυημένη
η γυναίκα που γέννησε, η λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυῶ ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ku- της ΙΕ ρίζας keu- «φουσκώνω, πρήζομαι-οίδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. śvayati «είμαι, γίνομαι ισχυρός», αόρ. aśv-a-t, με λατ. inciens «έγκυος» (πιθ. δάνεια λ. από ἔγκυος), με λατ. cumulus «σωρός» και με τους τ. κύριος, κύαρ, κοῖλος.
ΠΑΡ. κύημα, κύησις, κύμα
αρχ.
κυηρός, κυητήριος, κυητικός, κυήτωρ, κύος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυοτόκος, κυοτροφία, κύουρα
αρχ.-μσν.
κυοφόρος. (Β' συνθετικό) έγκυος
αρχ.
αποκυώ, αρρενοκυώ, εκκυώ, επικυώ, παρακυώ, προκυώ].