ἀρχιτρίκλινος
English (LSJ)
ὁ,
A president of a banquet (triclinium), Ev.Jo.2.9. 2 head-waiter, Hld.7.27.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, der Obertruchseß, der die Oberaufsicht über die Tafel des Königs hat, Hel. 7, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιτρίκλῑνος: ὁ, συμποσίαρχος, ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 9, ὁ διευθυντὴς ἢ ἐπιστάτης τοῦ τρικλινίου, τουτέστι τοῦ οἰκίσκου τῆς ἑστιάσεως, τοῖς ἀρχιτρικλίνοις και ἀρχιοινοχόοις Ἡλιοδ. 7. 27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
président d’un banquet (triclinium).
Étymologie: ἄρχω, τρίκλινον.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ maestresala φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀ. en las bodas de Cana Eu.Io.2.9, cf. Basil.M.30.372C, Thdr.Mops.Io.p.320.1, τοῖς ἀρχιτρικλίνοις καὶ ἀρχιοινοχόοις Hld.7.27.7.
English (Strong)
from ἀρχή and a compound of τρεῖς and κλίνω (a dinner-bed, because composed of three couches); director of the entertainment: governor (ruler) of the feast.
English (Thayer)
ἀρχιτρικλινου, ὁ (τρικλινον (or τρίκλινος (namely, οἶκος), a room with three couches)), the superintendent of a dining-room, a τρικλιναρχης, table-master: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Governor). It differs from the master of a feast, συμποσιαρχης, toast-master, who was one of the guests selected by lot to prescribe to the rest the mode of drinking; cf. ἀρχιτρίκλινος to place in order the tables and couches, arrange the courses, taste the food and wine beforehand, etc. (Heliodorus 7,27) (Some regard the distinction between the two words as obliterated in later Greek; cf. Sophocles' Lexicon, under the word, and Schaff's Lange's Commentary on John , the passage cited.)
Greek Monolingual
ἀρχιτρίκλινος, ο (AM)
ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο.
Greek Monotonic
ἀρχιτρίκλῑνος: ὁ, αρχηγός στο συμπόσιο, συμποσιάρχης (Λατ. triclinium), σε Καινή Διαθήκη