ἐπιπάρειμι
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
(A), (εἰμί
A sum) to be present besides or in addition, Th. 1.61 codd. (leg. -ιόντας), Luc.Merc.Cond.26; to be present to, τινί Id.Symp.20, Ach.Tat.2.7. 2. Astrol., occupy a position as well, Nech. ap. Vett.Val.279.16.
ἐπιπάρειμι (B), (εἶμι
A ibo) march on high ground parallel with one below, X.An.3.4.30, Plb.10.13.3, etc. 2. c. dat., proceed to attack, ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ Th.5.10. 3. come to one's assistance, Id.4.108, etc.; εἰ δέοι τι... ἐπιπαρῇσαν οὗτοι X.An.3.4.23; ἐπιπαριόντες ib. 30. 4. pass along the front of an army, so as to address it (cf. πάρειμι 1v. 2), Th.4.94, 6.67,7.76; ἐ. κατὰ πρόσωπον Plb.5.83.1. 5. visit in passing, Φρυγίαν, Μυσίαν, App.BC5.7.
German (Pape)
[Seite 968] (s. εἰμί), noch dazu dabei, in der Nähe sein, herbeikommen, Thuc. 1, 61 Xen. An. 3, 4, 23. (s. εἶμι), = ἐπιπαραθέω, Xen. An. 3, 4, 30. 6, 1, 19; dazu herangehen, τῷ δεξιῷ, gegen den rechten Flügel anrücken, Thuc. 5, 10. 7, 76; Pol. 5, 83, 1; außerdem vorbei-, durchgehen, App. Civ. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάρειμι: (εἰμὶ) πάρειμι ὡσαύτως, ὡς ᾔσθοντο καὶ τοὺς μετὰ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Θουκ. 1. 61· ἄλλου τινὸς αἰφνιδίως ἐπιπαρόντος, παρουσιασθέντος ἐκεῖ, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 26· παρευρίσκομαί που, οὐκ ἄνευ θεοῦ τινος ἐπιπαρὼν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 20.
French (Bailly abrégé)
1inf. prés. ἐπιπαρεῖναι;
1 survenir;
2 être présent en outre, venir en outre.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι¹.
2inf. prés. ἐπιπαριέναι, impf. ἐπιπαρῄειν;
I. (παρά auprès de, vers);
1 s’avancer vers le front (d’une armée);
2 s’avancer au secours de;
II. (παρά le long de);
1 s’avancer le long de, parallèlement à;
2 s’avancer contre le flanc de, attaquer de flanc, τινι.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι².
Greek Monolingual
(I)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.)
2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.)
3. αστρολ. κατέχω μια θέση.———————— (II)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. προχωρώ σε ψηλό μέρος παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες», Ξεν.)
2. (με δοτ.) προσβάλλω από τα πλάγια («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», Θουκ.)
3. προχωρώ κατά μήκος της παρατάξεως του στρατού («ὁ στρατηγός ἐπιπαριὼν τὸ στρατόπεδον... παρεκελεύετο», Θουκ.)
4. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
5. περνώντας από κάπου επισκέπτομαι.
Greek Monotonic
ἐπιπάρειμι: (εἶμι ibo),·
1. οδεύω, πορεύομαι παράλληλα με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.· προσβάλλω κάποιον από τα πλάγια, με δοτ., σε Θουκ.
2. έρχομαι προς βοήθεια, σε συνδρομή, επικουρία κάποιου, στον ίδ., Ξεν.·
3. παρουσιάζομαι ενώπιον του στρατεύματος, για να του μιλήσω, σε Θουκ.
• ἐπιπάρειμι: (εἰμί sum), είμαι παρών, παρίσταμαι κι εγώ, παρευρίσκομαι, σε Θουκ.