συναγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συναγωνίζομαι Low diacritics: συναγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synagōnízomai Transliteration B: synagōnizomai Transliteration C: synagonizomai Beta Code: sunagwni/zomai

English (LSJ)

Dor. aor.

   A συναγωνιξάμην Delph.3(3).126, etc.:— contend along with, share in a contest, τινι with one, Ar.Th.1061, cf. Antipho 5.93, Th.1.143, etc.; τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Pl.Alc.1.119e; ἀλλήλοις ἐφ' ἡμᾶς D.43.10; τινὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς Ep.Rom.15.30; σ. ἐν μάχῃ Marm.Par.63: c.acc. cogn., ἀγῶνα SIG711 L 29 (Delph., ii B.C.); μάχας OGI280.3 (Pergam., iii B.C.).    b generally, ξ. τινί share in the fortunes of another, Th.3.64.    2 aid, succour, τινι D.21.190; τινί τι one in a thing, Id.18.25, 30.31; τινὶ πρός τι one towards a thing, Id.18.20; εἴς τι D.H.4.4, Michel 452 (iv/iii B.C.): generally, assist, τῇ διατροπῇ Metrod.Herc.831.19; μετὰ σοῦ κοινῇ D.48.43.    3 abs., fight on the same side, οἱ ξυναγωνιούμενοι Th.5.109, cf. 1.123, X.Cyr.4.5.49, etc.; of the Tragic chorus, join in the action, Arist.Po.1456a26:—Act. -ίζω, dub.l. in Nic.Dam.Fr.130.18 J.

German (Pape)

[Seite 996] dep. med., mit od. zugleich kämpfen, τινί, Ar. Th. 1061; τῆς ἄλλης Ἑλλάδος συναγωνιουμένης, Thuc. 1, 123, vgl. 5, 109; τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους, Plat. Alc. 1, 119 e; Antiph. 5, 93; übh. beistehen, ὁ καιρὸς ἡμῖν συναγωνίζεται, Isocr. 1, 3. 5, 26; ἐφ' ἵππων, Xen. Cyr. 4, 5, 49; beisteuern, τινί τι, Dem. öfter u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωνίζομαι: ἀποθετ., ἀγωνίζομαι σύν τινι βοηθῶν αὐτῷ καὶ ἐπικουρῶν, ἀγωνίζομαι μετ’ αὐτοῦ πρός τινα, τινι, μετά τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1061, πρβλ. Ἀντιφῶντα 140. 26, Θουκ. 1. 143, κτλ.· τινι πρός τινα, συναγωνίζεσθαί σοι πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 119Ε· ἐπί τινα, συναγωνιζομένων ἀλλήλοις ἐφ’ ἡμᾶς Δημ. 1053. 2· σ. ἐν μάχῃ Πάριον Χρον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 64. 2) καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, ὑποστηρίζω, τινι Δημ. 576. 7· τινί τι, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. 233. 19., 872. 20· τινι πρός τι, βοηθῶ τινα διά τι, ὁ αὐτ. 231. 20· εἴς τι Διον. Ἁλ. 4. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 106. 6· σ. μετά τινος κοινῇ Δημ. 1179. 5. 3) ἀπολ., μάχομαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ μέρους, οἱ ξυναγωνιούμενοι Θουκ. 5. 109, πρβλ. 1. 123, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ τραγικοῦ χοροῦ, λαμβάνω μέρος εἰς τὸν ἀγῶνα, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 21. ― Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 113, 114 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

soutenir dans une lutte, combattre pour, secourir, assister, défendre : τινι qqn ; τινί τι qqn en qch ; τινι πρός τι qqn en vue de qch ; abs. combattre ensemble, du même côté.
Étymologie: σύν, ἀγωνίζομαι.

English (Strong)

from σύν and ἀγωνίζομαι; to struggle in company with, i.e. (figuratively) to be a partner (assistant): strive together with.

English (Thayer)

1st aorist middle infinitive συναγωνίσασθαί; from Thucydides and Xenophon down; to strive together with one, to help one in striving: τίνι ἐν τάς προσευχαῖς, in prayers, i. e. to offer intense prayers with one, ἀγωνιζόμενος in Lightfoot's note)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α
1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.)
2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την κατάκτηση του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. είμαι εφάμιλλος με κάποιον, έχω την ίδια απόδοση με άλλον («αυτός παιδί μου συναγωνίζεται τους μαιτρ του είδους»)
2. βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, ανταγωνίζομαι
αρχ.
1. βοηθώὥσπερ δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», Θουκ.)
2. υποστηρίζω («οὐδεὶς ἐστὶν ὅστις ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», Δημοσθ.)
3. συνηγορώ
4. μάχομαι από το ίδιο μέρος
5. (για τον χορό του δράματος) αγωνίζομαι με τους υποκριτές, παίρνω μέρος στη δράση.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α
1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.)
2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την κατάκτηση του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. είμαι εφάμιλλος με κάποιον, έχω την ίδια απόδοση με άλλον («αυτός παιδί μου συναγωνίζεται τους μαιτρ του είδους»)
2. βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, ανταγωνίζομαι
αρχ.
1. βοηθώὥσπερ δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», Θουκ.)
2. υποστηρίζω («οὐδεὶς ἐστὶν ὅστις ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», Δημοσθ.)
3. συνηγορώ
4. μάχομαι από το ίδιο μέρος
5. (για τον χορό του δράματος) αγωνίζομαι με τους υποκριτές, παίρνω μέρος στη δράση.