ταλαίπωρος

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαίπωρος Medium diacritics: ταλαίπωρος Low diacritics: ταλαίπωρος Capitals: ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: talaípōros Transliteration B: talaipōros Transliteration C: talaiporos Beta Code: talai/pwros

English (LSJ)

ον,

   A suffering, distressed, miserable, Θῆβαι Pi.Fr.197; βροτοί A.Pr.233; ὦ ταλαίπωρ' ib.317, cf.595 (lyr.), 623, S.OC14, etc.; ἀνδρῶν γένος Id.Fr.945; τ. ἄρα τις σύ γε Pl.Euthd.302b; τὸ τ. hardihood, Ar.Nu.414; a hard life, Hp.Aër.19. Adv. -ρως Ar.Ec.54, Th. 3.4.    2 of things, τ. βίος S.OC91; πράγματα Ar.Av.135; πάθος Alex.144; ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι . . τῆς γαστρός Diph.60.3.

German (Pape)

[Seite 1064] (eigtl. viell. = ταλαπείριος), schwere, mühselige Arbeiten ertragend, sowohl körperliche Anstrengung aushaltend, als Mühsal, Drangsal, Elend erduldend, mühselig, unglücklich; Θῆβαι, Pind. frg. 210; βροτοί, Aesch. Prom. 231. 598. 626; Soph. O. C. 14 u. öfter; βίος, 91; Eur. auch gew. von Menschen, πόλις Troad. 1276, Ἑλλάς I. T. 370; ταλαίπωρα πράγματα, Ar. Av. 135; adv., πάνυ ταλαιπώρως παρέδυν, mit Mühe, Eccl. 54; so auch Thuc. 3, 4; Plat. Euthyd. 302 b.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαίπωρος: -ον, πιθαν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ταλαπείριος, πάσχων, ἐν δυστυχίᾳ διατελῶν, ἄθλιος, ἐλεεινός, Θῆβαι Πινδ. Ἀποσπ. 210· βροτοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 231· ὦ ταλαίπωρ’ αὐτόθι 315, πρβλ. 595, 623, Σοφ. Ο. Κ. 14, κλπ. κλπ.· ἀνδρῶν γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· ταλ. ἄρα τις σύ γε Πλάτ. Εὐθύδ. 302Β. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 54, Θουκ. 3. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ταλ. βίος Σοφ. Ο. Κ. 91· ὦ ταλαίπωρα πράγματα Ἀριστοφ. Ὄρν. 135· τοῦ ταλαιπώρου πάθους Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5· ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι... τῆς γαστρὸς Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui éprouve une souffrance physique ou morale, malheureux, misérable.
Étymologie: τλάω, πῶρος.

English (Strong)

from the base of τάλαντον and a derivative of the base of πεῖρα; enduring trial, i.e. miserable: wretched.

English (Thayer)

ταλαίπωρον (from ΤΑΛΑΩ, ΤΛΑΩ, to bear, undergo, and πῶρος a callus (others, πῶρος, but cf. Suidas (edited by Gaisf.), p. 3490c. and note; others connect the word with περάω, πειράω, cf. Curtius, § 466)), enduring toils and troubles; afflicted, wretched": Pindar), Tragg., Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Aesop, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / ταλαίπωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος
2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος
αρχ.
1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον
α) σκληρότητα
β) βίος γεμάτος μόχθους.
επίρρ...
ταλαιπώρως Α
με ταλαιπωρίες, με κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. της οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. τάλας, ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (πρβλ. πωρεῖν
κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι
λυπῆσαι, πωρητύς
ταλαιπωρία, πωρός
ταλαίπωρος, βλ. πωρῶ [Ι], πωρός [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. πηρός και πήμα. Προβλήματα γεννά η μορφή ταλαι- του α' συνθετικού, αντί του αναμενόμενου ταλα- (βλ. λ. τάλας), η οποία συνήθως ερμηνεύται ως αναλογική προς την επιρρμ. κατάλ. -αι τών καταί, παραί, χαμαί].

Greek Monotonic

τᾰλαίπωρος: -ον, πιθ., τύπος ισοδυν. του ταλαπείριος,
1. αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. ταλαιπώρως, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, ταλαίπωρος βίος, σε Σοφ.· ταλαίπωρα πράγματα, σε Αριστοφ.