τελεσφόρος
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
(parox.), ον,
A bringing fulfilment; used by Hom. always in phrase τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, for the space of a fulfilment-bringing year, for a complete year, Il.19.32, Od.4.86, al., Hes.Th.740; freq. in Trag., destined to be accomplished, τελεσφόροι ἀραί A.Th.655; τ. εὐχαί Id.Ch.212, E.Ph.69; εὔχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τ. A.Ch.541; φάσματα δὸς τ. grant accomplishment to the visions, S.El.646; τ. χάριν δοῦναι grant the favour of fulfilment, Id.OC1489; τ. διδοῦσα χρησμόν E.Ph.641 (lyr.). II able to fulfil or accomplish, allpowerful, Ζεύς h.Hom.23.2; Μοῖρα A.Pr.511; πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ Id.Ag.996 (lyr.); Δίκη S.Aj. 1390; πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τ. to fall fruitless, powerless to the ground, A.Ag.1000 (lyr.); τ. προθυμία, πειθώ, cited as examples of frigidity of style, Arist.Rh.1406a3. 2 bearing fruit in due season, χῶραι Thphr.CP3.23.5; bringing their fruit to perfection, δένδρα Plu.2.2e; favourable to production, ὕδωρ Thphr.CP2.6.4. b Pythag. name for 7 and 9, Theol.Ar.42 and 58. 3 having the management or ordering, δωμάτων τ. γυνή A.Ch.663; cf. τέλειος 11. III as pr. n., a deity worshipped in company with Asclepios and Hygeia, IG22.4533.27, al.:—also Τελεσφορίων, ωνος, ὁ, CIG6753 (loc.inc., dedicated to Ἀσκληπιὸς Περγαμηνός). 2 title of priest at Cyrene, ib.5145 (cf. τελεσφορέω 111). 3 sorceress, LXX De.23.17(18).
German (Pape)
[Seite 1086] 1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; Hom. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, Il. 19, 32 Od. 4, 86 u. sonst, wie Hes., wobei zunächst an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken ist, nach dessen Ablauf Alles von Neuem beginnt; Andere erklären »zu Ende gebracht«; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reise austragen, Plut. de educ. lib. 4 M.; Μοῖρα, Aesch. Prom. 509, die Entscheidung, Vollendung gebende, wie Δίκη, Soph. Ai. 1369. – Auch pass. zu Ende gebracht, vollendet, οἶκος, vollständig eingerichtet, Hesych. – 2) Ertrag bringend, einträglich, Sp. – 3) die Herrschaft führend (vgl. τέλος), ἐξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος, Aesch. Ch. 652. – 4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, Aesch. Ch. 210; εὐχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, 534; vgl. πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι, Spt. 637; φάσματα δὸς τελεσφόρα, Soph. El. 636, laß sie in Erfüllung gehen, wie man auch O. C. 1486 fassen kann: ἀνθ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεσφόρον χάριν δοῦναί σφιν, der sich bethätigende, in Erfüllung gehende Dank; χρησμός, Eur. Phoen. 644; ἀραί, 69. – S. noch Lob. Phryn. 672.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσφόρος: -ον, ὁ φέρων εἰς πέρας· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, «τὸν πάντα τελειοῦντα, ὅ ἐστι τελείους καρποὺς φέροντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Δ. 86, κ. ἀλλ’ ὅμως κατὰ τὸν τονισμὸν εἶναι παροξύτ.· καὶ οὕτω διέμεινε παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, τελεσφοροῦσαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 655, Χο. 212, Εὐρ. Φοίν. 69· τὸ ὄνειρον Αἰσχύλ. Χο. 541· φάσματα δὸς τελεσφόρα, χάρισαι ἐκπλήρωσιν εἰς αὐτά, κάμε νὰ τελεσφορήσωσιν, Σοφ. Ἠλ. 646· τ. χάριν δοῦναι, δὸς τὴν χάριν τῆς ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1489· τ. διδοῦσα χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 641. ΙΙ. πράγματι ἐνεργ., ὁ φέρων εἰς τέλος, ἐκτελῶν τοὺς σκοπούς του, Ζεὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 23. 2· Μοῖρα Αἰσχύλ. Πρ. 511· φρένες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 996· Δίκη Σοφ. Αἴ. 1390 εὔχομαι δ’ ἀπ’ ἐμᾶς τοιαῦτ’ ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1000 τ. προθυμία, πειθώ, μνημονεύονται ὡς παραδείγματα ψυχροῦ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1. 2) ὁ φέρων καρπὸν εἰς ὡρισμένην ἐποχήν, χῶραι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5· ὁ φέρων καρπὸν εἰς ἐντέλειαν ἢ πλήρη ὡριμότητα, δένδρον Πλούτ. 2. 2Ε· ὁ συντελῶν εἰς γονιμότητα, ὕδωρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 4. 3) ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν, διοίκησιν ἢ διεύθυνσιν, τ. δωμάτων γυνὴ Αἰσχύλ. Χο. 663, πρβλ. τέλειος ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, θεότης λατρευομένη μετὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 111, ἴδε Böckh σ. 479· - ὡσαύτως Τελεσφορίων, αὐτόθι 6753.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui mène à terme, d’où :
1 qui achève, qui accomplit : τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν IL, OD pour la durée d’une année accomplissant sa révolution, càd pour une année entière;
2 qui décide, décisif;
3 qui fait parvenir à terme, à maturité;
4 qui même à bonne fin, qui dirige bien : δωμάτων ESCHL une maison;
II. qui s’accomplit, qui se réalise.
Étymologie: τέλος, φέρω.
Greek Monolingual
-ο / τελεσφόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρνει αίσιο τέλος σε κάτι, αποτελεσμαστικός, δραστικός, καρποφόρος, τελεσιουργός
αρχ.
1. αυτός που εκπληρώνεται, που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται («πατρὸς δὴ νῡν ἀραὶ τελεσφόροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που επιτυγχάνει τους σκοπούς του («τελεσφόρος Δίκη κακοὺς κακῶς φθείρειαν», Σοφ.)
3. αυτός που φέρει καρπούς σε ορισμένη εποχή
4. (για δένδρο) αυτός που φέρει τους καρπούς του, ώσπου να ωριμάσουν εντελώς
5. αυτός που συντελεί σε γονιμότητα («γλυκὺ καὶ πότιμον ἤ ὁλως ἄτροφον ἤ μὴ τελεσφόρον ἐστίν [[[ὕδωρ]]]», Θεόφρ.)
6. αυτὸς που έχει τη διοίκηση, που κυβερνά («ἐξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος γυνὴ τόπαρχος», Αισχύλ.)
7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών επτά και εννέα
8. μάγος, γόης
9. τίτλος ιερέα στην Κυρήνη
10. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Τελεσφόρος
ονομασία θεότητας που λατρευόταν μαζί με τον Ασκληπιό και την Υγιεία, αλλ. Τελεσφορίων.
επίρρ...
τελεσφόρως Ν
κατά τρόπο τελεσφόρο, αποτελεσματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -φόρος].
Greek Monotonic
τελεσφόρος: -ον (τέλος, φέρω)·
I. αυτός που φέρνει σε ένα τέλος, φέρνει σε πέρας, τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, λέγεται για το έτος που συμπληρώνει τον κύκλο που, λέγεται για ένα τέλειο έτος, σε Όμηρ.· τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, που τείνουν προς εκπλήρωση, σε Αισχύλ., Ευρ.· φάσματα δὸς τελεσφόρα, κάνε να εκπληρωθούν τα οράματα, σε Σοφ.· τελεσφόρον χάριν δοῦναι, να δώσει τη χάρη της εκτέλεσης, της εκπλήρωσης, στον ίδ.
II. 1. εκπληρώνοντας τους σκοπούς κάποιου, Μοῖρα, σε Αισχύλ.· Δίκη, σε Σοφ.· πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον, πέφτω ανίσχυρος στο έδαφος, σε Αισχύλ.
2. αυτός που φέρνει τον καρπό στην τελειότητα (δηλ. σε ωρίμανση), δένδρον, σε Πλούτ.· αυτός που έχει τη διοίκηση ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.