ἁγιασμός

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγιασμός Medium diacritics: ἁγιασμός Low diacritics: αγιασμός Capitals: ΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: hagiasmós Transliteration B: hagiasmos Transliteration C: agiasmos Beta Code: a(giasmo/s

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A consecration, sanctification, LXX Jd.17.3,al., 1 Ep.Thess.4.7.

German (Pape)

[Seite 14] ὁ, Heiligung, N. T. Auch D. Hal. 1, 21; vgl. ἁγισμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, ἀφιέρωσις· «ἁγιασμῷ ἠγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ», Ο΄, Κριτ. 17, 3· καθιέρωσις, καθαγιασμός· «θυσίαν ἁγιασμοῦ», Σειράχ 7, 31· «ὄνομα ἁγιασμοῦ» = ἅγιον ὄνομα, παρὰ τῷ αὐτῷ 17, 8. - «ἔλαβον ἐκ τῶν υἱῶν ὑμῶν εἰς προφήτας καὶ ἐκ τῶν νεανίσκων ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν», δηλ. ὅπως γένωνται «ναζιραῖοι», Ἀμώς 2, 11. Ἴδε Κοντογόνου Ἑβρ. Ἀρχ. σ. 144. β) Ναός, ἱερόν, ἁγιαστήριον, «τὸν οἶκον τοῦ ἁγιασμοῦ» = τὸν ἅγιον οἶκον, Μακκ. Β΄, 2. 17. Γ΄, 2, 18. γ) τὸ μυστήριον τῆς μεταλήψεως, Συνοδ. Καρθ. καν. 72. δ) ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 140, καὶ ἄλλοθι. - Ἡ ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ἥτις ἀναγινώσκεται μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανίων, τοῦτ’ ἔστι τῇ ἕκτῃ Ἰανουαρίου μετὰ τὴν λειτουργίαν, Εὐχολ. (πρβλ. Ἡροδ. Ι, 51· «ὁ δὲ ἀργύρεος (κρητήρ), ἐπὶ τοῦ προνηΐ� τῆς γωνίης χορέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ τῶν Δελφῶν Θεοφανίοισι». Τερτουλλ. 1, 1204Β. Χρυσόστ. 11, 369D. «Διά τοι τοῦτο καὶ ἐν μεσονυκτίῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται, καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἅτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων»· καὶ Θεοδ. Λεκτ. 2, 48, σ. 209Α «τὴν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γίνεσθαι.»).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 consécration, sanctification;
2 lieu consacré, sanctuaire.
Étymologie: ἁγιάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 santificación, consagración ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ ἀργύριον LXX Id.17.3, ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόν LXX Am.2.11, cf. Ep.Rom.6.19, 22, ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ. LXX 2Ma.2.17, op. ἀκαθαρσία 1Ep.Thess.4.7, ἐγκράτεια ἐν ἁ. 1Ep.Clem.35.2, ἀληθείης ἁ. Nonn.Par.Eu.Io.17.19.
2 en gener. santidad θυσίαν ἁγιασμοῦ LXX Si.7.31, ὄνομα ἁγιασμοῦ LXX Si.17.10, ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριε LXX 2Ma.14.36, cf. 1Ep.Cor.1.30, ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. 1Ep.Clem.30.1, πνεῦμα ἁ. T.Leu.18.7, cf. Dion.Ar.DN 1.6.

English (Abbott-Smith)

ἁγιασμός, -οῦ, ὁ (< ἁγιάζω), [in LXX: Ez 45:4 (מִקְדָּשׁ), Si 7:31, etc.;]
as an active verbal noun in -μός, it signifies properly the process τὸ ἁγιάζειν, rather than the resultant state, ἁγιωσύνη, hence,
1.consecration;
2.sanctification: so strictly in Ro 6:19,22 (but v. Meyer), I Co 1:30, I Th 4:3,7, II Th 2:13, He 12:14, I Pe 1:2. Elsewhere it perhaps (Ellic.; but v. Milligan, Th., 48) inclines to the resultant state: I Th 4:4, I Ti 2:15 (Cremer, 55, 602). †

English (Strong)

from ἁγιάζω; properly, purification, i.e. (the state) purity; concretely (by Hebraism) a purifier: holiness, sanctification.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ, a word used only by Biblical and ecclesiastical writings (for in Diodorus 4,39; Dionysius Halicarnassus 1,21, ἁγισμός is the more correct reading), signifying:
1. consecration, purification, τό ἁγιάζειν.
2. the effect of consecration: sanctification of heart and life, ἁγιασμός πνεύματος sanctification wrought by the Holy Spirit, Alexandrian LXX); 1 Thessalonians 3:13.)

Greek Monotonic

ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, καθαγιασμός, αφιέρωση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἁγιασμός: ὁ освящение, очищение NT.