ἀρίζηλος

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίζηλος Medium diacritics: ἀρίζηλος Low diacritics: αρίζηλος Capitals: ΑΡΙΖΗΛΟΣ
Transliteration A: arízēlos Transliteration B: arizēlos Transliteration C: arizilos Beta Code: a)ri/zhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον (Dor.

   A -ζηλος IG9(1).270), also η, ον, v. infr.:—Ep. for ἀρίδηλος (-ζηλος from δyηλος, cf. δῆλος from δεyαλος and δέατο), conspicuous, of lightning, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound, ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib.519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6. Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453.    II Dor. ἀρίζαλος (ζῆλος), = sq., Call.Epigr.52, Hsch.s.v.ἀρι-.

German (Pape)

[Seite 350] 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίζηλος: -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς ἐναργής, Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «μεγάλως ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, ὥστε θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· οὕτως Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, ῥεῖα δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει ἀΐζηλος. ΙΙ. (ζῆλος) = ἀριζήλωτος μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· μεγάλως, ὅθεν καὶ ἀρίζηλοςμεγάλως ζηλωτός».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, brillant.
Étymologie: ἀρι-, *ζῆλος=δῆλος.

English (Autenrieth)

(δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.

English (Slater)

ᾰρίζηλος
   1 conspicuous ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -ζαλος Call.Epigr.51.3

• Grafía: graf. -σζηλος MAMA 7.560.3 (Frigia Oriental, crist.)

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1brillante, claramente visible del relámpago ἀρίζηλοι δὲ αἱ αὐγαί Il.13.244, ἀστήρ Pi.O.2.55, χρυσοῦ πα[ρ] αδείγματα S.Fr.314.77, Σείριος A.R.3.958.
2 de pers. preclaro, famoso θεώ Il.18.519, Ζεύς Colluth.353, βασιλεύς Colluth.267, Βερενίκα Call.l.c., Πτολεμαῖος Call.Fr.734, ἡβητήρ Colluth.246, πατήρ IG 9(1).270 (Locros III a.C.), Διομήδης MAMA l.c.
subst. ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει (Zeus) καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6
ejemplar μόχθοι Colluth.61.
3 claro φωνή Il.18.219, ἐνιπαὶ θεῶν A.R.2.250, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.10.7; cf. ἀρίδηλος.
II adv. -ως claramente ἀ. εἰρημένα Od.12.453, cf. Plu.2.764a.

• Etimología: De ἀρι- partíc. aumentativa y -δηλος, de *deiH1 ‘brillar’.

Greek Monolingual

ἀρίζηλος, -ον και -η, -ον (Α)
Ι. 1. φανερός, καταφανής
2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός
4. (για πρόσωπα) θαυμαστός
II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρίδηλος «προφανέστατος, εύκολα αναγνωρίσιμος». Το β' συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -δyηλος (< δέοντο «φαινόταν»), αν και η άποψη ότι αποτελεί παραλλαγή του δήλος, όπου το j είναι μια μορφή διπλού δ, είναι περισσότερο υποστηρίξιμη].

Greek Monotonic

ἀρίζηλος: -ον και -η, -ον, Επικ. αντί ἀρίδηλος (βλ. Ζ,ζ II), φανερός, πολύ εμφανής, εναργής, λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φωνή, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, έξοχος, διαπρεπής, στο ίδ.· επίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τα ειπωμένα με σαφήνεια, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίζηλος: дор. ἀρίζᾱλος 2 и 3
1) очень яркий (αὐγαί Hom.; ἀστήρ Pind.);
2) весьма ясный, зычный (φωνή Hom.);
3) достославный (ἀμφὶς ἀ. Hom.; ἀρίζηλον μινύθειν Hes.; Βερενίκα Theocr.).