ἔνδον

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδον Medium diacritics: ἔνδον Low diacritics: ένδον Capitals: ΕΝΔΟΝ
Transliteration A: éndon Transliteration B: endon Transliteration C: endon Beta Code: e)/ndon

English (LSJ)

Adv.

   A within, Il.11.98, etc.; ἦσαν ἡμῖν ἔ. ἑπτὰ μναῖ Lys.19.22, cf. D.27.10; φρένες ἔ. ἐῖσαι Od.11.337,al.; κραδίη ἔ. ὑλάκτει 20.13; τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν in one's heart, E.Or.1514 (troch.; but lit. τἄ. ἀνακάλλυνον Phryn.Com.2D.); at home, Pl.Prt.310e, etc.; οἱ ἔ. those of the house, the family, esp. the domestics, S.El.155 (lyr.), Tr. 677, Pl.Smp.213c; τἄνδον family matters, household affairs, S.Tr. 334, etc.; also, = οἱ ἔ., E.Hec.1017; οἱ ἔ. καθήμενοι the βουλή, And.1.43.    2 c. gen., Διὸς ἔ., Ζεφύροιο ἔ., in the house of Zeus, of Zephyrus, Il.20.13, 23.200; μὴ κεύθετ' ἔ. καρδίας A.Ch.102; σκηνῆς ἔ. S.Aj. 218 (anap.); γῆς ἔ. Pl.Prt.320d.    b ἔ. ὢν αὑτοῦ master of oneself, self-possessed, Antipho 5.45; so σῶν φρενῶν οὐκ ἔ. ὤν E.Heracl.709: abs., ἔ. γενοῦ A.Ch.233 (οὐκ ἔ. ἔ. ἐστίν with a play on signf. 1, Ar. Ach.396).    3 Pi. uses it c. dat. as strengthd. for ἐν, N.3.54, 7.44, cf. E.Fr.203.    4 below, in a book, ἔ. γέγραπται D.L.5.4.    5 with Verbs of motion, = εἴσω, D.Chr.7.56, Ael.NA9.61.    II Comp. and Sup., v. ἐνδοτέρω.

German (Pape)

[Seite 835] (ἐν), innen, drinnen, inwendig, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; φρένες ἔνδον ἐῖσαι, κραδίη ἔνδον ὑλάκτει, Hom.; bes. = zu Hause, daheim; Hom. u. Folgde; τὶς ἔνδον – ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; φίλον ἔνδον ἔχειν, bei sich haben, Asclepds. 25 (V, 7); ἔ, ἦσαν μναῖ, baares Geld im Hause, Lys. 18, 22, wie Dem. 27, 10; – c. gen., Διὸς ἔνδον, Ζεφύροιο ἔνδ., in Zeus Hause, Il. 20, 15. 23, 200; Pind. Ol. 7, 62; γῆς ἔνδον Plat. Prot. 320 d; c. dat., Pind. N. 3, 52. 7, 44, wie ἐν; – ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, bei sich sein, Antiph. 5, 45; ἔνδον γενοῦ Aesch. Ch. 231; – οἱ ἔνδον, die im Hause, die Hausbewohner, Plat. Rep. III, 415 d; τὰ ἔνδον, das Hauswesen, Xen. oec. 7, 22. – D. L. 5, 4 ἔνδον γέγραπται, weiter unten, im Buche. – Auch = εἴσω, hinein, ὠθεῖται ἔνδον Ael., vgl. Lob. zu Phryn. p. 128. Den hierzu gehörigen compar. ἐνδότερος u. superl. ἐνδότατος s. unten besonders.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδον: Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): ἐντός, «μέσα», οἴκοι, κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. κραδίη ἔνδον ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ ἔνδον, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ κυρίως οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ ἔνδον, οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως = οἱ ἔνδον, τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων ἐρημία; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ ἔνδον καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς ἔνδον, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Διός» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο ἔνδον, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. ἔχθος ἢ βουλὴν) ἔνδον καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς ἔνδον Σοφ. Αἴ. 218· γῆς ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, κύριος ἑαυτοῦ. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., ἔνδον γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... ἔνδον τέγει Ν. 3. 93· ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· ὡσαύτως Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔνδον γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. ἐνδοτέρω. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = εἴσω, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, ἔνδον ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. ἐνδοτέρω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
I. sans mouv.
1 adv. en dedans, intérieurement, à l’intérieur ; particul. à la maison : οἱ ἔνδον les gens de la maison ; τὰ ἔνδον les choses de la maison;
2 prép. au-dedans de, à l’intérieur de, gén. : Διὸς ἔνδον IL dans la demeure de Zeus;
II. avec mouv. c. εἴσω au dedans;
Cp. ἐνδοτέρω, Sp. ἐνδοτάτω.
Étymologie: ἐν, -δον.

English (Autenrieth)

within, esp. in the house, tent, etc., Il. 18.394; at home, Od. 16.355, , Od. 21.207, Od. 23.2; Διὸς ἔνδον, in the house of Zeus, Il. 20.13, Il. 23.200.

English (Slater)

ἔνδον
   1 adv., within φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ (O. 7.2) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον within his home (I. 1.67) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις within his heart (I. 6.50)
   2 prep.
   a c. gen. πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (O. 2.84) πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν ἔνδον θαλάσσας αὐξομέναν πεδόθεν γαῖαν (O. 7.62) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.64)
   b c. dat. τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (N. 3.54) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.44)

Spanish (DGE)

• Morfología: [compar. ἐνδοτέρω Hp.Fract.33, sup. ἐνδοτάτω Luc.Am.16]
A adv.
I de lugar
1 dentro, en el interior
a) de un espacio cerrado o delimitado ἐγκέφαλος δὲ ἔ. ἅπας πεπάλακτο todo el cerebro quedó desparramado en el interior, Il.11.98, ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔ. ἐόντα Hdt.1.117, ὡς ᾔσθοντο ἔ. τε ὄντας τοὺς Θηβαίους Th.2.3, op. ἔξω X.Cyr.7.1.21
compar. más adentro τὰ πλοῖα, ἐνδοτέρω δὲ προληφθέντα Peripl.M.Rubri 40, cf. Chrys.M.61.109
sup. en la parte más interna στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Luc.l.c., cf. Procl.Hyp.6.12, τὸ μὲν γένος τῶν ἐνδοτάτω Θρᾳκῶν Hdn.6.8.1
subst. τὰ ἔ. el interior, lo que está dentro τἄνδον δὲ πιστά el interior es seguro E.Hec.1017, τἄνδον ἀνακάλλυνον Phryn.Com.39.2;
b) esp. en el interior de una construcción, en casa, frec. indic. propiedad o posesión ἔστι γὰρ ἔ. χαλκός en casa tengo bronce, Il.10.378, ᾧτινι μὴ βίος ἔ. ἐπηετανὸς κατάκειται para aquél que no tiene en casa un sustento abundante Hes.Op.31, οὔ σε ἔοικε φίλον πατέρ' ἔ. ἐόντα Od.16.202, τῆς ἀδελφῆς ... ἔ. ... οὔσης viviendo mi hermana en casa D.21.79, ἦσαν δ' ἡμῖν ἔ. ἕπτα μναῖ Lys.19.22, cf. D.27.10
ref. pers. ἔ. δ' οὖσα μὴ βλάβην τίθει A.Th.201, τίς ἔ. ὦ παῖ; A.Ch.654, ἔ. ἔστ' Εὐριπίδης; Ar.Ach.395, cf. B.Fr.20A.11, ἀλλὰ τί οὐ βαδίζομεν παρ' αὐτόν, ἵνα ἔ. καταλάβωμεν; ¿por qué no vamos a donde se encuentra, para encontrarle en casa? Pl.Prt.310e, jugando con el doble sent. a) y b), Ar.Pl.393, οἱ ἔ. οἰκοῦντες BGU 321.15 (III d.C.), cf. PHib.200.6 (III a.C.)
subst. οἱ ἔ. los de la casa, la familia o el grupo τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς τῶν ἔ. S.Tr.677, cf. El.155, προηγόρευεν ὡς πάντες οἱ ἔ. ἀποθανοῖντο X.Cyr.7.5.34, ὁ κάλλιστος τῶν ἔνδον el más bello del grupo Pl.Smp.213c
subst. τὰ ἔ. asuntos familiares, domésticos S.Tr.334, op. τὰ ἔξω X.Oec.7.22, Pl.Men.71e;
c) ref. lugares impl. en el cont.: la sala de reuniones βουλευταὶ ὄντες καὶ καθήμενοι ἔ. los que perteneciendo al Consejo y estando presentes en la sala And.Myst.43, el teatro τοῦ ἀνδρικοῦ χοροῦ ἔ. ὄντος estando el coro de hombres en el teatro X.HG 6.4.16
ref. a un lugar en un texto τῷ τε Ἑρμείᾳ παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔ. γέγραπται le dedicó un peán a Hermias, que se reproduce aquí a continuación D.L.5.4, cf. Epicur.Ep.[2] 43;
d) fig. en el interior de una persona, ref. ideas y sentimientos φρένες ἔ. ἐΐσαι espíritu equilibrado en su interior, Od.11.337, κραδίη δέ οἱ ἔ. ὑλάκτει el corazón le aullaba en su interior, Od.20.13, frec. crist. τὸ φίλτρον ἔ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ el encanto está en el interior del ser humano Clem.Al.Paed.1.3.7, cf. 3.1.1, del Verbo de Dios λόγον εἶναι φήσας ἔ. ἐν αὐτῷ τῷ θεῷ Eus.Marcell.2.1 (p.31), ref. al alma, op. ἐκτός Gr.Nyss.Hom.in Cant.320.13, ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ ὀφείλω ἔχειν ἔ. μου τὸν Χριστόν Origenes Hom.5.6 in Ier., ἔ. γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες τὴν πίστιν Ath.Al.Gent.30
subst. τὰ ἔ. lo que está en el interior de la persona, los sentimientos τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν no es así lo que piensas en tu interior E.Or.1514
considerado como constitutivo de la identidad pers. ἔ. γενοῦ vuelve en ti A.Ch.233, compar. ἐνδοτέρω συστέλλοντος ἑαυτόν reprimiéndose más adentro a sí mismo Plu.Cat.Ma.5
relig. lo interior, lo arcano o místico ἀποκαλύπτει τἄνδον Clem.Al.Prot.1.10.
2 c. verb. de mov. hacia dentro εἰσάγει τε ἡμᾶς ἔ. D.Chr.7.56, (τὸ φάρμακον) ὠθεῖται δὲ ἔ. el veneno se precipita hacia el interior Ael.NA 9.61, ἔ. εἰσέρχομαι Phryn.99
desde dentro ἔνδον· ἔσωθεν Hsch.
II temp., compar., op. a un plazo delimitado bastante antes, en menor tiempo πολλὸν ἐνδοτέρω en mucho menos tiempo Hp.l.c., cf. Placit.5.21.2.
B prep.
I c. gen.
1 dentro de, en el interior de
a) de un espacio cerrado o al que se le suponen límites σκηνῆς S.Ai.218, γῆς ἔ. Pl.Prt.320d, μοι ... βέλη ἔ. ἐντὶ φαρέτρας Pi.O.2.84, ἔ. θαλάσσας Pi.O.7.62
compar. más dentro de ἐνδοτέρω δὲ τοῦτου (τοῦ τείχους) I.AI 15.401, ἐνδοτέρω τοῦ κοσμοῦ Placit.1.18.4
sup. en la parte más interna de ἐνδοτάτω ... τοῦ χάσματος en la parte más interna de la boca abierta Plu.2.918f, cf. Eust.1636.53;
b) en la morada de, en casa de Διὸς Il.20.13, Ζεφύροιο Il.23.200;
c) fig., ref. a una idea o un sentimiento dentro de, en el interior de καρδίας A.Ch.102
compar. más cerca ἐκεῖνον ... ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσηγάγετο introdujo a aquel dentro de su círculo íntimo Plu.Arat.43, οἱ δὲ ἐνδοτέρω τῆς ἀληθείας νομίσαντες γεγονέναι Πέρσαι Hippol.Haer.4.43.3, cf. Dion.Ar.CH 1.2
sup. en lo más profundo de εἴ τι τῆς διανοίας ἐνδοτάτω στρέφεται Const. en Eus.VC 2.29.1
ref. al propio suj. dentro de uno mismo, con dominio sobre uno mismo ἔ. ὢν αὑτοῦ καὶ μὴ πεφοβημένος consciente y sin miedo Antipho 5.45, σῶν φρενῶν οὐκ ἔ. ὤν sin estar en tus cabales E.Heracl.709;
d) dentro de un límite o ámbito: numérico ἔ. τῶν ξ̅ Vett.Val.403.4
compar., temp. μετὰ τὰ Τρωϊκὰ ἐνδοτέρω τῶν ὀγδοήκοντα ἐτῶν Tat.Orat.31. 4.
2 c. doble gen. entre ἔ. δὲ Κυανέων καὶ Χελιδονίων μακρᾷ νηὶ ... μὴ πλέειν no navegar entre las islas Cianeas y Quelidonias con una nave de guerra Plu.Cim.13.
II c. dat. en Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔ. τέγει Pi.N.3.54, ἄλσει παλαιτάτῳ Pi.N.7.44, θαλάμοις E.Fr.203. Cf. tb. ἔνδος.

• Etimología: Deriv. en dental de *en-/n̥-, rel. c. het. andan, anda, lat. endo, indu-.

Greek Monolingual

(AM ἔνδον)
επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει»)
αρχ.
1. (ιδίως) μέσα στο σπίτιἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.)
2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον»)
3. (με δοτ.) αντί της πρόθ. ἐνἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ», Πίνδ.)
4. (για βιβλίο) πιο κάτω, στη συνέχεια («τῷ τε Ἑρμείᾳ Παιᾱνα ἔγραψεν, ὅς ἔνδον γέγραπται»)
5. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματικός τ. που αντιστοιχεί ακριβώς στο χεττ. andan, παράλληλο τ. του anda, που συνδέεται με το λατ. endo, indu-. To πρόβλημα αν η λ. είναι σύνθετη με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό λεξικό στοιχείο που δήλωνε το «σπίτι» (πρβλ. δεσ-πότης, δάπεδον, δό-μος), οπότε το ένδον θα σήμαινε «μέσα στο σπίτι», δεν έχει επιλυθεί, εφόσον ούτε η αρχική σημασία «στο εσωτερικό» αλλά ούτε και η μορφολογική δομή του τ. μαρτυρούν κάποια σχέση με λέξη συνδεόμενη προς τη σημασία «σπίτι»].

Greek Monotonic

ἔνδον:1. επίρρ. (ἐν), εντός, μέσα, κατ' οίκον, εσωτερικά, στο σπίτι, στην πατρίδα, Λατ. intus, σε Όμηρ. κ.λπ.· τἄνδον ως επίρρ., ενδόμυχα, εσώψυχα, σε Ευρ.· οἱ ἔνδον, εκείνοι που βρίσκονται μέσα στην οικία, η οικογένεια, οι οικιακοί βοηθοί, σε Σοφ.· τὰ ἔνδον, οικογενειακές υποθέσεις, εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού, στον ίδ.
2. με γεν., Διὸς ἔνδον, στον οίκο του Δία, σε Ομήρ. Ιλ.· σκηνῆς ἔνδον, σε Σοφ.· φρενῶν ἔνδον, μέσα στο μυαλό κάποιου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδον: I иногда τἄνδον adv.
1) внутри (преимущ. дома, у себя) (ἔστι γὰρ ἔ. χαλκός τε χρυσός Hom.; ἀργυρίου ἔ. ὀγδοήκοντα μνᾶς Dem.; ἔ. κατακρύψαι ἑαυτόν Plut.): τίς ἔ.; Aesch. кто в доме?, т. е. есть кто-нибудь?; τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Eur. в душе думая иначе; ἔ. γενέσθαι Aesch. приходить в себя; οἱ ἔ. Soph., Plat. домашние, домочадцы; τὰ ἔ. Xen., Arst. домашние дела или домашнее имущество, личная собственность, Eur. внутренность дома;
2) (в книгах) дальше, ниже: παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔ. γέγραπται Diog. L. он написал план, который приведен ниже.
II в знач. praep. cum gen., у Pind. тж. cum dat. внутри, в (ἔ. φαρέτρας и ἔ. ἄλσει Pind.; ἔ. καρδίας Aesch.; σκηνῆς ἔ. Soph.; γῆς ἔ. Plat.): Διὸς ἔ. Hom. в жилище Зевса; οὐκ ἔ. φρενῶν εἶναι Eur. быть не в своем уме.