ἐπίπεμψις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a sending to a place, διὰ τὴν . . ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐ. Th.2.39, cf. Luc.Phal.1.3. 2. visitation, Epicur.Ep.2. p.44 U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Hinschicken, Thuc. 2, 39 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, ἡ εἴς τινα τόπον ἀποστολή, διὰ τήν... ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπ. Θουκ. 2. 39, πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρῶτ. 3, Διογ. Λ. 10. 100.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi vers.
Étymologie: ἐπιπέμπω.
Greek Monolingual
ἐπίπεμψις, ἡ (Α) επιπέμπω
1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.)
2. επίσκεψη.
Greek Monotonic
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπεμψις: εως ἡ посылка, отправление Thuc., Luc., Diog. L.