συνδυασμός
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ὁ,
A a being taken two together, πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ. all possible combinations of one and one (i.e. of n things two at a time), Arist.Pol.1290b35, cf. 1294b2. 2 mating, copulation, Hp.Mul.2.146 vulg. (om. Littré), Arist. Pol.1335a11; esp. of animals, Id.HA539b26, al.; ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι ib.539a27; σ. πρὸς τὴν θήλειαν Id.GA720b29; τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ. ib.717b14. II in Law, collusion, PTeb.703.274 (iii B.C.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1009] ὁ, Verbindung zweier Personen od. Sachen; Arist. pol. 6, 1; Plut. – Bei Sp. das Durchstechen des Richters mit einer Partei.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυασμός: ὁ, ἕνωσις ἀνὰ δύο ὁμοῦ, πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε σύζευξις. 2) σύζευξις, «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· μάλιστα ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι αὐτόθι 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ. αὐτόθι 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
accouplement, union.
Étymologie: συνδυάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συνδυάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη
νεοελλ.
1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων»)
2. συσχέτιση ή αλληλεξάρτηση γεγονότων ή περιστατικών που γίνεται κυρίως για την επίτευξη ενός ορισμένου αποτελέσματος ή για τη συναγωγή ενός συμπεράσματος (α. «με κατάλληλο συνδυασμό επιχειρημάτων μπορεί να τον πείσεις» β. «ο επιτυχής συνδυασμός τών γεγονότων έδωσε στην αστυνομία τη δυνατότητα να βρει τον δράστη του εγκλήματος»)
3. (στην πολιτική) α) σύμπραξη υποψήφιων πολιτευτών διαφορετικών κομμάτων για αμοιβαία υποστήριξη σε εκλογικό αγώνα
β) το σύνολο τών υποψηφίων ενός κόμματος ή μιας παράταξης σε εκλογές ή ο κατάλογος τών υποψήφιων βουλευτών του ίδιου κόμματος που περιλαμβάνονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο
4. φρ. «συνδυασμοί μ πραγμάτων ανά ν»
μαθημ. οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν από μ πράγματα να ληφθούν ν πράγματα (μ > ν) με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε συνδυασμός να διαφέρει από τους άλλους τουλάχιστον ως προς τη φύση ενός από τα πράγματα αυτά
μσν.
(κατά τον Ιω. Κλίμ.) «το συλλαλήσαι τῴ πανέντι κατά πάθος ή απαθώς»
αρχ.
1. γάμος
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (νομ.) η συνεννόηση του δικαστή με τον έναν από αυτούς που δικάζονται
4. στον πληθ. οι συνδυασμοί
οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφή.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συνδυάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη
νεοελλ.
1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων»)
2. συσχέτιση ή αλληλεξάρτηση γεγονότων ή περιστατικών που γίνεται κυρίως για την επίτευξη ενός ορισμένου αποτελέσματος ή για τη συναγωγή ενός συμπεράσματος (α. «με κατάλληλο συνδυασμό επιχειρημάτων μπορεί να τον πείσεις» β. «ο επιτυχής συνδυασμός τών γεγονότων έδωσε στην αστυνομία τη δυνατότητα να βρει τον δράστη του εγκλήματος»)
3. (στην πολιτική) α) σύμπραξη υποψήφιων πολιτευτών διαφορετικών κομμάτων για αμοιβαία υποστήριξη σε εκλογικό αγώνα
β) το σύνολο τών υποψηφίων ενός κόμματος ή μιας παράταξης σε εκλογές ή ο κατάλογος τών υποψήφιων βουλευτών του ίδιου κόμματος που περιλαμβάνονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο
4. φρ. «συνδυασμοί μ πραγμάτων ανά ν»
μαθημ. οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν από μ πράγματα να ληφθούν ν πράγματα (μ > ν) με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε συνδυασμός να διαφέρει από τους άλλους τουλάχιστον ως προς τη φύση ενός από τα πράγματα αυτά
μσν.
(κατά τον Ιω. Κλίμ.) «το συλλαλήσαι τῴ πανέντι κατά πάθος ή απαθώς»
αρχ.
1. γάμος
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (νομ.) η συνεννόηση του δικαστή με τον έναν από αυτούς που δικάζονται
4. στον πληθ. οι συνδυασμοί
οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφή.
Greek Monotonic
συνδυασμός: ὁ (συνδυάζομαι),
1. αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά ζεύγος, σε Αριστ.
2. συνταίριασμα, σύζευξη, ζευγάρωμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνδυασμός: ὁ1) сочетание по два, сдвоенность, спаренность: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;
2) спаривание, соитие Arst.