κλόνος

From LSJ
Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόνος Medium diacritics: κλόνος Low diacritics: κλόνος Capitals: ΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: klónos Transliteration B: klonos Transliteration C: klonos Beta Code: klo/nos

English (LSJ)

ὁ, Hom. (only in Il.),

   A confused motion, turmoil, esp. battle-rout, κατὰ κλόνον Il.16.331, 713; κ. ἐλχειάων throng of spears, 5.167, 20.319; ἐν δὲ κλόνον ἧκε κακόν [Ἀπόλλων] 16.729; κ. ἀνδρῶν throng of men, Hes.Sc.148; Trag.(not in S.) only in lyr., ἱππιοχάρμας κλόνους throngs of fighting horsemen, A.Pers.106; ἀσπίστορας κλόνους Id.Ag.404; σκέψαι κλόνον . . Γιγάντων E.Ion206: in later Prose, trembling, confusion, Aq.Ez.12.8, Them.Or.6.73b; agitation of mind, ὁ ἄφρων σάλον καὶ κ. ὑπομένει Ph.1.230.    II agitation in physiological sense, of wind in the bowels, Ar.Nu.387; κλόνου πάταγος Aret.SD1.7; οἱονεί τινα σφυγμὸν καὶ κ. ἔχοντος τοῦ πνεύματος Plu.2.681a; of the pulse, Gal.9.76; of the body generally, ib.651: generally, shaking, agitation, Alex.Aphr.in Top.466.25.

German (Pape)

[Seite 1456] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖθις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.

Greek (Liddell-Scott)

κλόνος: ὁ, ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ κλονέω) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη κίνησις, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης ταραχή, θόρυβος, κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· οὕτως, Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· ἅπαξ παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, θόρυβος, ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. κλονέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation, tumulte d’un combat ; en gén. mouvement tumultueux ; p. ext. trouble du bas-ventre.
Étymologie: DELG κέλομαι.

English (Autenrieth)

tumult; ἐγχειάων, ‘press of spears,’ Il. 5.167. (Il.)

English (Slater)

κλόνος
   1 confusion ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.

Greek Monolingual

ο (AM κλόνος)
κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός
νεοελλ.
ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο
μσν.-αρχ.
1. σύγχυση, ταραχή
2. δόνηση, σεισμός («ὁ κλόνος ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)
αρχ.
1. (ειδ.) σύγκρουση, συμπλοκή (α. «ἔρις κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», Ησίοδ.
β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», Αισχύλ.)
2. η ταραχώδης κίνηση που συμβαίνει στον οργανισμό και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων
3. (για τη θάλασσα) αναταραχή, σάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλομαι. Εμφανίζει επομένως τη μηδενισμένη βαθμίδα κλ- της ΙΕ ρίζας kel- «κινώ» και επίθημα -όνος, όπως τα θρ-όνος, χρ-όνος.
ΠΑΡ. κλονίζω, κλονώ, κλονώδης
νεοελλ.
κλονικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κλονοειδώς].

Greek Monotonic

κλόνος: ὁ, κάθε βίαια και συγκεχυμένη κίνηση, πίεση, ταραχή της μάχης, αναστάτωση, σάλος, σε Ομήρ. Ιλ.· κλόνοι ἱππιόχαρμαι, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κλόνος:1) смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалка: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; ἀσπίστορες κλόνοι λόγχιμοι Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;
2) шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλόνος -ου, ὁ [~ κέλομαι] krijgsgewoel, strijd; uitbr. kluwen vechtenden:; ἀσπίστορας κλόνους de kluwen schilddragende strijders Aeschl. Ag. 404; van de buik winderigheid.