ἠρέμα

From LSJ
Revision as of 01:08, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρέμᾰ Medium diacritics: ἠρέμα Low diacritics: ηρέμα Capitals: ΗΡΕΜΑ
Transliteration A: ēréma Transliteration B: ērema Transliteration C: irema Beta Code: h)re/ma

English (LSJ)

( ἠρέμᾰς before a vowel in A.R.3.170), Adv.

   A gently, softly, ἥσυχος, ἠ., said as to a horse, Ar.Pax82 (anap.); ψήχειν ἠ. τὸν βουκέφαλον Id.Fr.42; ἠ. ἐπιγελάσαι Pl.Phd.62a; ἔχε ἠ. keep still, Id.Cra. 399e; ἠ. ἠρόμην Id.Prt.333e.    b on the stage, aside, in a stagewhisper, Sch.E.Hec.1023, Or.671, Sch.A.Ch.46.    2 slightly, ἠ. ῥιλοῦν Pl.Tht.152b; ἀγανακτεῖν Id.Phlb.47a; δάκτυλοι . . ἠ. διηρθρωμένοι Arist.HA517a32: sts. with an Adj., ἐν ἠ. προσάντει Pl.Phdr. 230c; ἠ. λευκός Arist.Mete.375a21; ἠ. θερμός Id.GC326a12; ἠ. παθητικός ib.328b7; ἠ. ὁμοῖος Id.Top.117b23; ἠ. ψεκτός Id.EN1126b8; ἠ. καὶ γελοῖον rather ludicrous, dub. in Luc.Merc.Cond.28 codd.    3 slowly, περιφέρεσθαι Pl.R.617a.

German (Pape)

[Seite 1175] vor einem Vokal ἠρέμας (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), sanft, leise, allmälig, langsam; ἥσυχος, ἠρέμα, κάνθων ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., ἠρέμας ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von σφόδρα, Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; ἠρέμα καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem σφόδρα entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. λευκός dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. ἠρεμής u. ἠρεμαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρέμᾰ: καὶ ἠρέμας πρὸ φωνήεντος ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 170 (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ., ὡς τὸ ἀτρέμας, ἡσύχως, ἐλαφρῶς, ἥσυχος, ἠρέμα, ἥσυχα, σιγά! λεγόμενον πρὸς ἵππον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 82· ψήχειν ἠρέμα τὸν βουκέφαλον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 135 ἠρέμα ἐπιγελᾶν Πλάτ. Φαίδ. 62Α· ἔχε ἠρέμα, στάσου ἥσυχα, ὁ αὐτ. Κρατ. 399Ε· ἤρ. ἠρόμην ὁ αὐτ. Πρωτ. 333Ε. 2) ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς, ἀντίθ. σφόδρα, ἠρ. ῥιγοῦν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 152Α· ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. Φιλήβ. 47Α· δάκτυλοι... ἠρ. διηρθρωμένοι Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 9, 6· ― ἐνίοτε μετ’ ἐπιθ. ἐν ἠρέμα προσάντει Πλάτ. Φαίδρ. 230C· ἠρ. λευκὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 28· ἠρ. θερμὸς ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16. παθητικὸς αὐτόθι 10, 15· ἠρ. ὁμοῖος ὁ αὐτ. Τοπ. 3. 2, 7· ἠρ. ψεκτὸς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 14· ἠρ. καὶ γελοῖον Λουκ Μισθ. Συνόντ. 28. 3) βραδέως, ἀντίθ. τάχιστα, Πλάτ. Πολιτ. 617Α. - Τὸ ἐπίθ. ἤρεμος εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Θεοφρ. Λιθ. 62, Λουκ. Τραγῳδ. 207 (ἠρέμῳ ποδί), Α΄ Ἐπιστ. Τιμ. β΄, 2· ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν Ἐπιγρ. Ὀλβιοπόλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 24· - ἠρεμαῖος εὕρηται συνήθ. ἀντ’ αὐτοῦ· περὶ τοῦ συνθέτου ὡσαύτως ἴδε ἐν λ. ἠρεμαῖος. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ἐν τῷ Σανσκρ. ram, ram-ê (gaudeo), πρβλ. â-ram-âmi (desino, quiesso), Γοτθ. rim-is (ἡσυχία)· - ἐντεῦθεν καὶ ἠρεμί, αῖος, -ία, -έω.)

French (Bailly abrégé)

adv.
1 doucement, paisiblement, tranquillement;
2 modérément, légèrement, un peu;
3 lentement.
Étymologie: ἤρεμος.

Greek Monolingual

και ήρεμα (AM ἠρέμα)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-ρέμ- (το - < -n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate «ησυχάζω», λιθ. rimti «είμαι ήσυχος», γοτθ. rimis «ανάπαυση» κ.ά.). Το αρχικό η- της λ. είναι πιθ. κάποιο πρόθ. εν εκτάσει, ίσως για μετρικούς λόγους. Το ηρέμα απαντά και με την επιρρμ. κατάλ. -ί (-εί): ηρεμ-ί (-εί) [πρβλ. πανδημ-ί(-εί)], καθώς και με τη μορφή ηρέμας προ φωνήεντος (πρβλ. ατρέμ-ας).
ΠΑΡ. ηρεμώ
αρχ.
ηρεμάζω, ηρεμίζω, ηρέμιος
αρχ.-μσν.
ηρεμαίος
μσν.
ηρεμώ (-όω)
νεοελλ.
ηρεμικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: αρχ. υπηρέμα].

Greek Monotonic

ἠρέμᾰ: επίρρ.,
1. όπως το ἀτρέμας, σιγανά, ήσυχα, σιωπηλά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ελαφρά, λίγο, στον ίδ.
3. αργά, με βραδύ ρυθμό, αντίθ. προς το τάχιστα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠρέμα: adv.
1) тихо, спокойно (ἐρέσθαι Plat.; ἀκούειν Arst.): ἠ. ἐπιγελάσας Plat. тихо засмеявшись, т. е. улыбнувшись; ἥσυχος, ἠ.! Arph. тише, спокойно! (окрик наездника);
2) немного, чуть (ὁ μὲν ῥιγοῖ ἠ., ὁ δὲ σφόδρα Plat.): ἔχε ἠ.! Plat. подожди чуточку!; ἠ. ψεκτός Arst. достойный некоторого порицания; ἠ. θερμός Arst. чуть теплый, тепловатый;
3) медленно (περιφέρεσθαι Plat.; κινεῖν Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: quietly, gentle, slowly, a little (Pl., Ar., Arist.); also ἠρέμας (A. R. 3, 170; antevoc.), -μί (Ar. Ra. 315).
Derivatives: Comp. ἠρεμέστερος (X., Thphr.; Schwyzer 535; innovation, not old s-stem = Goth. rimis), with ἠρεμαιότης (Hp.); ἤρεμος id. (Thphr.; backformation from ἠρεμέω) with ἠρεμότης (late). ἠρεμαῖος quiet (Pl., Hp.). Denomin. verbs: 1. ἠρεμέω be quiet (Pl., Hp. etc.) with ἠρέμησις rest (Ti. Locr., Arist.), also ἠρεμία id. (Arist.; after the type ἐπιδημέω : ἐπιδημία; Schwyzer 469; cf. also ἤρεμος [: ἐπίδημος]); 2. ἠρεμίζω calm (X., Arist.) with ἠρέμισμα (Arist.-Com.); 3. ἠρεμάζω be quiet (LXX). ,
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [864] *h₁remH- rest, be quiet
Etymology: On the formation s. Schwyzer 622; ἠρέμας as ἀτρέμας (ib. 620), on ἠρεμί (-εί) ib. 623. - From ἠρέμα a widespread group for rest, quiet cannot be separated, e. g. Skt. rámate rest etc., Lith. rìmti be quiet (with laryngeal), Goth. rimis n. rest, OIr. fo-rimim set, lay. - One supposed a prefix ἠ- (s. ἠβαιός); a lengthened prothesis is also not attrective (s. Čop KZ 74, 228; cf. on ἠΐθεος, but this is an archaic epic word).