κρυπτεύω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.
German (Pape)
[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.
French (Bailly abrégé)
se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.
Greek Monolingual
κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.
Greek Monotonic
κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτεύω:
1) утаивать, скрывать: οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου πόδα Eur. боги скрывают долгий ход времени, т. е. медленное развитие событий;
2) укрываться, ложиться в засаду: κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. устроить засаду вокруг лагеря; οὔ τί που κρυπτεύομαι; Eur. не устраивают ли мне какой-л. засады?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυπτεύω [κρύπτω] met acc. verbergen:. κρυπτεύουσι... δαρὸν χρόνου πόδα zij verbergen de trage voet van de tijd Eur. Ba. 888. intr. zich in een hinderlaag leggen:. κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κρυπτεύειν zich in een hinderlaag rond het kamp leggen Xen. Cyr. 4.5.5. pass. in een hinderlaag gelokt worden.