σμάραγδος

From LSJ
Revision as of 07:10, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμάραγδος Medium diacritics: σμάραγδος Low diacritics: σμάραγδος Capitals: ΣΜΑΡΑΓΔΟΣ
Transliteration A: smáragdos Transliteration B: smaragdos Transliteration C: smaragdos Beta Code: sma/ragdos

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ (ὁ, Str.16.4.20, Orph.L.614), name of several green stones, including the

   A emerald, Hdt.2.44, 3.41, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.23, al., LXX Ex.28.9, al., Str.l.c., 17.1.45, Plin.HN37.62, al., Hld.2.30, Olymp.Hist.p.466 D., PMag.Lond.46.239; also μάραγδος, Men.373, Com. in PSI2.143.3, Orph. l.c., Nonn.D.5.178, 18.80; σφραγὶς μαράγδου IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), 199 B 59 (ibid.), but σφραγὶς σμαράγδου 203 B 87 (ibid., iii B.C.); ζμάραγδος implied in Luc.Jud.Voc.9.    II Σμάραγδος, ἡ, name of the emerald mines in Egypt, ἀρχιμεταλλάρχου τῆς Ζμαράγδου Proc.Soc.Bibl. Arch. 31 (1909).323 (i A.D.); μεταλλάρχη (gen. sg.) Ζμαράκτου OGI660.2 (Egypt, i A.D.); also Σμάραγδος ὄρος Ptol.Geog.4.5.8.

German (Pape)

[Seite 910] ὁ, bei Theophr. auch ἡ, ein Edelstein, smaragdus; Her. 2, 44; Plat. Phaed. 110 d; wohl nicht immer unser Smaragd, sondern auch Beryll, auch hellgrüner, durchsichtiger Flußspath; man scheint übh. alle grünen Krystalle, auch grüne Glasflüsse unter diesem Namen begriffen zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

σμάραγδος: ἡ, (τὸ ἀρσεν, δὲν βεβαιοῦται εἰ μὴ παρὰ μεταγεν., Ὀρφ. Λιθ. 608, Κοσμᾶς), Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος χρῶμα ἔχουσα ἀνοικτὸν πράσινον, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 44., 3. 41, παρ’ ᾧ καλεῖται σμ. λίθος. Συνήθως ταυτίζεται πρὸς τὸ Γαλλ. émeraude (Ἀγγλ. emerald)· ἀλλ’ ὁ King (Antique Gens σ. 27 κἑξ.) ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν γνησίαν émerande) δὲν ἐγίνωσκον οἱ παλαιοί·- ἡ παρ’ αὐτοῖς σμάραγδος ἦτο, φαίνεται, λίθος ἡμιδιαφανής, ὡς ἡ aqua marina, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Λίθ. 23 κἑξ., Πλίν. 37. 5, Lucas Q…aest Lexil. § 46· ἢ ἴσως πᾶς πρασινωπὸς κρύσταλλος οὕτως ὠνομάζετο· π.χ. ὑπῆρχε κίων ἐκ σμαράγδου ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἡρακλέους ἐν Τύρῳ, Ἡροδ. 2. 44, ὅπερ ὁ Θεόφρ. (ἔνθ’ ἀνωτ. 25) ὑποπτεύει ὡς μὴ ἀληθές· - αἱ γιγάντειοι αὗται σμάραγδοι ἦσαν ἴσως πράσινος ἴασπις ἢ μαλαχίτης ἢ (ἔτι πιθανώτερον) πρασίνη ὕαλος. Ὁ Kink ὑποθέτει ὅτι ἡ παρὰ Πλινίῳ Βακτριανὴ ἢ Σκυθικὴ σμάραγδος ἦτο πράσινον ῥουβίνιον.- Τύπος τις μάραγδος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νόνν. Δ. 5. 178., 18, πρβλ. Ἀθήν. 94Β. (Ἡ λέξις εἶναι πιθαν. ξενική. - Τὸ Σανσκρ. marakatas ἢ maraktas ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν· ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ἐτυμολογία δὲν δύναται νὰ ἀνιχνευθῇ, Κούρτ. σ. 526).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
ou σμάραγδος λίθος;
HDT émeraude.
Étymologie: cf. skr. marakatas ou maraktas.

Spanish

esmeralda

English (Strong)

of uncertain derivation; the emerald or green gem so called: emerald.

English (Thayer)

σμαράγδου, ὁ (but apparently feminine in the earlier writ, cf. Theophrast. lap. 4,23; in Herodotus its gender cannot be determined; cf. Stephanus Thesaurus, under the word), Latin smaragdus (A. V. emerald), a transparent precious stone noted especially for its light green color: Herodotus down; the Sept.. On the derivation of the word see Vanicek, Fremdwörter, under the word. On its relation to our 'emerald' (disputed by King, Antique Gems, p. 27ff), see Reihm, HWB, under the word 'Edelsteine', 17; Deane in the ' Bible Educator', vol. ii., p. 350f.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α
πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία της ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Σμάραγδος
ονομασία μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο
2. φρ. «Σμάραγδος ὄρος» — η Σμάραγδος, τα μεταλλεία σμαράγδου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. marakatam / maraktam και ακκαδ. barraqtu, εβρ. bāreqet, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό brq «λάμπω, αστράφτω». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό σ- της ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της επίδρασης του ρ. σμαραγῶ «αντηχώ, μουγκρίζω». Η λ. απαντά και με τις γρφ. ζμάραγδος (πρβλ. σμύρνα: ζμύρνα) και μάραγδος, η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].

Greek Monotonic

σμάραγδος: ἡ, Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος σε πράσινη απόχρωση, ονομασία που δίνεται στο σμαράγδι και τον μαλαχίτη, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σμάραγδος: (μᾰ) ἡ (Her. σ. λίθος) смарагд (не изумруд, а зеленый минерал, вроде берилла, малахита или яшмы) Her., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμάραγδος -ου, ἡ, poët. μάραγδος smaragd; ook σ. λίθος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.)
Meaning: emerald (Hdt., Pl. etc.).
Other forms: Also μάραγδος (Men., hell. inscr.), also ζμάραγδος, -ιον (inscr., pap.).
Compounds: σμαραγδο-χαίτης with emerald-green hair (Tim. Pers.).
Derivatives: σμαράγδ-ιον n. (M. Ant.), -ίτης m. (λίθος; hell., Plin.); -ινος of S., s.-green (pap. a. o.), -ειος id. (Hld.), -ώδης s.-like (sch.); -ίζω to be s.-green (D. S., Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Identical with Skt. marakatam (also maraktam) n. and Accad. barraqtu, Hebr. bāræqæt id.. The orig. source may be Semit. (to brq gleam, flicker). On Gr. σμ- cf. Σμέρδις: OP Bardiya a. o. (Schwyzer 311); also σμαραγέω may have been of unfluence. The later attested μάραγδος from Ind.? From Greek Lat. smaragdus and Pers. Arab. zumurrud, from where Osman. zümrüd > Russ. izumrúd. -- Mayrhofer Sprache 7, 187 f. w. lit., also KEWA. s. v.; older lit. in Lewy Fremdw. 57.