σκίρον

From LSJ
Revision as of 06:33, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίρον Medium diacritics: σκίρον Low diacritics: σκίρον Capitals: ΣΚΙΡΟΝ
Transliteration A: skíron Transliteration B: skiron Transliteration C: skiron Beta Code: ski/ron

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A the large white sunshade which was held by the Eteobutadae over the heads of the priestess of Athena and the priests of Poseidon and Helios in the procession from the Athenian Acropolis to a place called Σκῖρον or Σκίρον (q.v.) in a festival of Athena (cf. Σκίρα), Lysimachid.23; white parasol carried by the priest of Erechtheus in the festival of Athena Σκιράς on the 12th of Σκιροφοριών, Sch.Ar.Ec.18.

German (Pape)

[Seite 899] τό, ein weißer Sonnenschirm, den bes. die Priesterinnen der Athene in Athen bei einem Feste dieser Göttinn trugen, das davon σκίρα od. σκιροφόρια hieß, wie dic Göttinn selbst Σκιράς (s. nom. pr.); das Wort wird mit einem Salaminier Σκίρος in Zusammenhang gebracht, s. nom. nr. – Bei Sp. ist σκίρον = dem lat. suburra, ein Hurenwinkel, ein Theil der Stadt, in dem sich das liederlichste Gesindel, Spieler, Gauner u. dgl. aufhielt, St. B., vgl. Alciphr. 3, 8. 25.

Greek (Liddell-Scott)

σκίρον: [ῐ], τό, τὸ λευκὸν σκιάδειον ὅπερ ἐφέρετο ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν (Στράβ. 393, Λυσίμαχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ.), ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, ἥτις ἑορτὴ ἐκαλεῖτο ἕνεκα τούτου Σκίρα καὶ Σκιροφόρια (ἴδε Σκίρα)· ἕτεροι παράγουσι τὰ ὀνόματα ταῦτα ἔκ τινος εἰδώλου τῆς Ἀθηνᾶς πεποιημένου ἐκ γύψου (σκῖρος), πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 925 (921), Α. Β. 304· (ὅτε πρέπει νὰ γράφηται σκῖρον). Ἕτεροι ἐτυμολογοῦσιν ἐκ τοῦ Σκίρος, ὃς ἦν μάντις οἰκοδομήσας ναὸν τῇ Ἀθηνᾷ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ἐν τῷ μέρει τῆς πόλεως τῷ καλουμένῳ Σκίρον (ἴδε σημασ. ΙΙ), Παυσ. 1. 36, 4, Πλουτ. Θησ. 17· - καὶ ἀκρωτήριον δέ τι τῆς Ἀττικῆς ἔναντι Σαλαμῖνος ἐκαλεῖτο Σκιράδιον, Πλουτ. Σόλ. 9. ΙΙ. Σκίρον, τό, ὡς τὸ Λατ. Suburra, τὸ δυσώνυμον μέρος τῆς πόλεως, ἡ συνοικία τῶν πορνείων καὶ τῶν τοιούτων, Ἀλκίφρων 3. 8, 25, Στέφ. Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 parasol blanc que portaient à Athènes dans les processions la prêtresse d’Athéna, le prêtre de Poséidon et celui d’Hélios ; τὰ Σκίρα AR fête d’Athéna, dans le mois Πυανεψιών, à Athènes, probabl. « la fête des parasols »;
2 quartier d’Athènes mal famé, auprès du temple d’Athéna.
Étymologie: DELG σκιά.

Greek Monolingual

και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ
μσν.
εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο
αρχ.
1. ο εξωτερικός φλοιός του τυριού
2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, () «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ' επίδραση του σκῦρος «σκληρή γη»].———————— τὸ, Α
1. πλατύγυρο λευκό σκιάδιο το οποίο κρατούσαν οι Ετεοβουτάδες πάνω από τα κεφάλια της ιέρειας της Αθηνάς και τών ιερέων του Ποσειδώνος και του Ηλίου στην πομπή από την αθηναϊκή ακρόπολη μέχρι την τοποθεσία που ονομαζόταν Σκίρον ή Σκῑρον, κατά την εορτή της Αθηνάς
2. λευκό σκιάδιο το οποίο κρατούσε ο ιερέας του Ερεχθέως κατά την εορτή της Σκιράδος Αθηνάς στις 12 του μήνα Σκιροφοριώνος
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σκίρα
εορτή την οποία τελούσαν οι Αθηναίοι κατά τον μήνα Σκιροφοριώνα, δηλαδή περί τα τέλη Ιουνίου, προς τιμήν της Σκιράδος Αθηνάς, του Φυταλμίου Ποσειδώνος, της Δήμητρος και της Κόρης, αλλ. Σκιροφόρια
4. φρ. «τῇ δωδεκάτῃ τῶν Σκίρων» — στις 12 του μήνα Σκιροφοριώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τεχνικός και θρησκευτικός, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολη είναι η σύνδεση του τ. τόσο με τη λ. σκιά (λόγω της σημ. «σκιάδιον») όσο και με τους τ.: γοτθ. skeirs, ισλδ. skīrr, γερμ. Schier «λάμψη». Αβέβαιη, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση της λ. με το τοπωνύμιο Σκῖρος (πρβλ. σκίραφος και σκῖρος)].

Greek Monotonic

σκίρον: [ῐ], τό, λευκή ομπρέλα που φερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη των Αθηνών, κατά τους εορτασμούς της Αθηνάς Σκιράδος (Σκιράς), (τὰ Σκίρα), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκίρον: (ῐ) τό белый зонт (носившийся в религиозных процессиях в честь Афины, см. Σκίρα).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίρον -ου, τό [σκιά?] skiron (een wit zonnescherm dat werd gedragen bij processies ter ere van Athena Skiras); plur. τὰ Σκίρα het Skira-feest (vrouwenfeest ter ere van Demeter, Kore en Athena Polias, in de maand Skirophorion).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: des. of a white parasol or canopy, which was carried at processions from the aropolis to a place called Σκῖρον (Σκίρον) (later suburb of Athens) on the holy road to Eleusis in honour of Athena (Skiras) and other goddesses and gods (Lysimachid., sch. Ar. Ec. 18); pl. Σκίρα name of a women's feast in honour of Demeter, Core and Athena Polias (Ar., inscr. a. o.).
Compounds: As 1. in Σκιρο-φόρια n. pl. id. (H., Phot., Suid.); from this Σκιροφοριών, -ῶνος m. Att. month-name (Juni-Juli; Antipho, inscr. etc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. Since long (s. Curtius 168) connected with σκιά, semant. or course unproblematic. It must be then a very old, from σκιά independent formation, which formally agrees with Alb. hir grace of God (Jokl Untersuchungen 67 after Bugge) and except for the vowel-length with a Germ. adj. for clear, gleaming, bright, e.g. Goth. skeirs, OWNo. skīrr, NHG schier (to this further with other suffixes NHG Schemen silhouette, MHG scheim gleam, shade, NHG scheinen etc. etc.), basic meaning (subdued) shine, reflex (WP. 2, 535f., Pok. 917f.); cf. on σκιά. -- The interpretation of σκίρον as parasol is however by Deubner Att. Feste 40ff. rejected as a late learned construction. He sees in the σκίρα (orig. meaning unknown) different objects (pigs, representations of phalluses etc.), which at the relevant feast were thrown as sacrificial gifts in subterranean caverns, the soc. μέγαρα, and later at the Thesmophoria were brought up again (s. also Nilsson Gr. Rel. 12, 119 a. 469); a in several respects doubtful hypothesis.