ἔντεα
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
τά,
A fighting gear, arms, armour, ἔ. ἀρήϊα Il.10.407, Od. 23.368; ἔ. πατρός 19.17; esp. coat of mail, corslet, Il.10.34; ἔντε' ἔδυνεν 3.339, etc. II furniture, appliances, tackle, ἔ. δαιτός Od. 7.232; ἔ. νηός rigging, h.Ap.489, Pi.N.4.70; ἔ. ἵππεια trappings, harness, ib.9.22, cf. P.4.235; ἔντη δίφρου harness, A.Pers.194 (but ἔντεα alone for chariots, Pi.O.4.24); ἔντεα αὐλῶν periphr. for αὐλοί, ib.7.12; also ἔντεα alone, musical instruments, Id.P.12.21; of the instruments of the Γάλλαι, Lyr.Adesp.121; ἔντεα Φοίβου Call.Ap. 19.—Ep. and Lyr. word, once in Trag. (v. supr.):—sg. ἔντος only in Archil.6.
German (Pape)
[Seite 854] τά, selten im sing. τὸ ἔντος, s. unten besonders (vgl. ἐντύνω), Rüstung, Alles, was zur Zurüstung gehört; die Wassen, die Waffenrüstung, besonders der Panzer u. überhaupt die Schutzwaffen; Aristarch leitete demgemäß das Wort von ἐν ab, ἔντεα ἀπὸ τοῦ ἐντὸς ἔχειν τὸν ἄνδρα, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145; Iliad. 3, 339. 5, 220. 9, 596. 10, 34. 75. 407. 13, 640. 15, 343. 17, 162 Odyss. 19, 17. 23, 368; Ath. V, 193 c; Pind. Ol. 4, 24 u. sp. Ep.; – νηός, Schiffsgeräth, H. h. Apoll. 489; Pind. N. 4, 70; δαιτός, die Geräthschaften des Gastmahls, Od. 7, 232; ἔντη δίφρου, das Wagengeschirr, Aesch. Pers. 190, l. d.; ἵππεια, Pferdegeschirr, Pind. N. 9, 22, vgl. P. 4, 235; αὐλῶν ἔντεα πάμφωνα Ol. 7, 12; ohne Zusatz, σὺν ἔντεσι μιμήσαιτο γόον, mit dem Tonzeuge, P. 12, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντεα: -ων, τά, ὅπλα πολεμικά, πανοπλία, ἔντεα Ἀρήϊα Ἰλ. Κ. 407, Ὀδ. Ψ. 368· ἔντεα πατρὸς Τ. 17· ἰδίως θώραξ, ἀμφ’ ὤμοισι τιθέμενον ἔντεα καλὰ Ἰλ. Κ. 34· ποικίλα ὅπλα, παρὰ δ’ ἔντεα ποικίλα κεῖτο, ἀσπὶς καὶ δύο δοῦρε, φαεινή τε τρυφάλεια· πὰρ δὲ ζωστὴρ κεῖτο παναίολος αὐτόθι 75. ΙΙ. ὡς ἡ λέξις ὅπλα, σκεύη, ἔντεα δαιτὸς Ὀδ. Η. 232· ἔντεα νηός, σκεύη ἢ ὁπλίσματα νεώς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 489, Πινδ. Ν. 4. 115· ἔντεα ἵππεια, τὰ τῶν ἵππων σκεύη, αὐτόθι 9. 51, πρβλ. Π. 4. 417· ἔντη δίφρου Αἰσχύλ. Πέρσ. 194 (ἀλλὰ καὶ μόνον ἔντεα ἐπὶ ἁρμάτων, Πινδ. Ο. 4. 34)· ― ἔντεα αὐλῶν, περιφρ. ἀντὶ αὐλοί, αὐτόθι 7. 22· ἀλλ’ ὡσαύτως μόνον ἔντεα = μουσικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. Π. 12. 37· ἔντεα Φοίβου Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 19. ― Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ., ἅπαξ ἀπαντῶσα παρὰ Τραγ. ποιητῇ, ἴδε ἀνωτ.: ― τὸ ἑνικὸν ἔντος ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀρχιλ. 5. ἐξ αὐτοῦ παράγονται τὸ ἐντύω καὶ ἐντύνω.
French (Bailly abrégé)
-η;
v. ἔντος.
English (Autenrieth)
pl.: harness, armor, weapons; esp. the breast-plate, Il. 3.339, Il. 10.34, ; ἔντεα ἀρήια, ‘fighting gear,’ Il. 10.407, Od. 23.368; of table-furniture, ἔντεα δαιτός, Od. 7.232.
Spanish (DGE)
v. ἔντος.
Greek Monolingual
ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος του έντος (ή το -τυς του έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», της οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα sn- απαντά στο ανύω και η απαθής στο αυθέντης].
Greek Monotonic
ἔντεα: -ων, τά,
I. πολεμικές μηχανές, πολεμικά όπλα, πανοπλίες, σε Όμηρ.
II. σκεύη, εξαρτήματα, ἔντεα δαιτός, σε Ομήρ. Οδ.· ἔντεα νηός, εξοπλισμός, εξάρτιση πλοίου, ναυτικά σύνεργα, εργαλεία, σε Ομηρ. Ύμν.· ἔντη δίφρου, ιπποσκευή, χάμουρα αλόγου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔντεα: стяж. ἔντη τά
1) оружие, вооружение, доспехи (ἔ. δῦσαι Hom.);
2) снаряжение, снасти (νηός HH, Pind.);
3) сбруя, упряжь (ἵππεια Pind.);
4) посуда, утварь (δαιτός Hom.);
5) музыкальный инструмент; ἐ. αὐλῶν Pind. флейты.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: equipment, esp. defensive weapons (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 79ff.).
Other forms: (ἔντος sg. Archil. 6)
Compounds: As 1. member in ἐντεσι-μήστωρ (also ἐντεο-) ἔμπειρος ὅπλων H., further in ἐντεσι-εργούς working in harness(?), of ἡμιόνους (acc. pl. Ω 277), by Schulze Q. 158f. after Nauck, who reminds of ἀνυσιεργός in Theoc. 28, 14, changed into ἐννεσι-εργούς performing work (s. also Knecht Τερψίμβροτος 35; objections by Trümpy 81; s. also Patzer Hermes 80, 321); his connection with the aorist ἤνεσα, which is only attested since IIa (innovation after ἐτέλεσα?) does not convince. S. Bechtel Lex. s. v.
Derivatives: None.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside ἔντεα there is ἐντύνω, -ομαι, ἐντύω, aor. ἐντῦναι equip, prepare, (Il.). As it recalls ἀρτύ(ν)ω, it may have been created after it (Porzig Satzinhalte 338). A basic noun *ἐντύς could be assumed. - If -τος (resp. -τυ-) was a suffix, ἔντεα could be connected with ἄνυμι, ἀνύω (s. v.) (Lobeck Rhematicon 121), and further to ἔναρα and αὑθέντης (s. v.; on the psilosis Chantraine Gramm. hom. 1, 186).
Middle Liddell
I. fighting gear, arms, armour, Hom.
II. furniture, appliances, ἔντεα δαιτός Od.; ἔντεα νηός rigging, tackle, Hhymn.; ἔντη δίφρου the harness, Aesch.