λιμός

From LSJ
Revision as of 19:34, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμός Medium diacritics: λιμός Low diacritics: λιμός Capitals: ΛΙΜΟΣ
Transliteration A: limós Transliteration B: limos Transliteration C: limos Beta Code: limo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach.743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer.311, Call.

   A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine, δίψα τε καὶ λ. Il.19.166; λιμῷ θανέειν Od.12.342; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op.243, cf. Th.2.54; λ. αἰανής Pi.I.1.49; λιμῷ συνεστεῶτας Hdt. 7.170; σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag.1642; δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.Av.186: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371.    II a hungry wretch, Men.Kol.78, Posidipp.26.12, Eust. 1828.6.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμός: -οῦ, ὁ, (τὸ θηλ. ἡ λιμὸς λέγεται Δωρ. παρὰ τοῖς Γραμμ., καὶ οὕτω μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Βίων 6. 4· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 313, Καλλ. Ἀποσπ. 490, Πολύβ. 1. 84, 9, καὶ Ἀνθ., πρβλ. Λοβεκ. Φρύνικ. 188, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19 καὶ Πίνακα)· - πεῖνα, ἔλλειψις τροφῆς, δίψα τε καὶ λιμὸς Ἰλ. Τ. 166· λιμῷ θανέειν Ὀδ. Μ. 342· λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, πρβλ. Θουκ. 2. 54· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· σκότῳ... λ. ξύνοικος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· δείπνου προφήτην λιμὸν Ἀντιφάν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· ἅπανθ’ ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὐτοῦ ποιεῖ ὁ αὐτ. παρὰ Meineke Κωμ. Ἀποσπ. σ. 80· ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον ὁ αὐτ. ἐν «Διπλασίοις» 2· - παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιορκίαν τῆς Μήλου (Θουκ. 5. 114 ἑξ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 186· - μεταφορ., ἤδη γὰρ εἶδον... λιμόν τ’ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι Εὐρ. Ἠλ. 371. ΙΙ. πειναλέος ἄνθρωπος, «πεινασμένος», «λιμασμένος», Ποσείδιππ. ἐν «Χορεύουσαις» 1. 12, πρβλ. Εὐστ. 1828. 6. (Ἴσως ἀντὶ λιφμός, ἰσχυρὸς πόθος, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐκ τῆς √ΛΙΦ, λίπτομαι). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 101-102.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
faim ; famine, inanition.
Étymologie: DELG cf. λοιμός.

English (Slater)

λῑμός
   1 famine γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται (I. 1.49) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ (Pae. 6.64)

English (Strong)

probably from λείπω (through the idea of destitution); a scarcity of food: dearth, famine, hunger.

English (Thayer)

λιμοῦ, ὁ (and ἡ in Doric and later writings; so L T Tr WH in Song of Solomon , too, in Lob. ad Phryn., p. 188; (Liddell and Scott, under the word at the beginning; WH s Appendix, p. 157a); Buttmann, 12 (11); Winer s Grammar, 63 (62) (cf. 36), and 526 (490)); the Sept. very often for רָעָב; hunger: ἐν λιμῷ καί δίψει, Xenophon, mem. 1,4, 13; equivalent to scarcity of harvest, famine: Buttmann, 81 (71)); λιμοί, famines in divers lands, λιμοί καί λοιμοί, L T Tr text WH omit καί λοιμοί); Theophilus ad Autol. 2,9; the two are joined in the singular in Hesiod, Works, 226; Herodotus 7,171; Philo, vit. Moys. i. § 19; Plutarch, de Isa. et Osir. 47.

Greek Monolingual

ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή)
μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση της θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.)

Greek Monotonic

λῑμός: -οῦ, ὁ και ἡ, πείνα, έλλειψη τροφής, σε Όμηρ., κ.λπ.· παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, σχετικά με την πολιορκία της Μήλου, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για το μυαλό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῑμός: ὁ, реже ἡ, тж. pl. голод (δίψα τε καὶ λ. Hom.; λ. ὁμοῦ καὶ λοιμός Hes.; λιμῷ θανέειν Hom., ἀποθανεῖν Plat. и ἀπολλύναι NT): Μήλιος λ. Arph. Мелосский голод, т. е. мучительнейший (голод на острове Мелос во время осады его афинянами в 416 г. до н. э.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., also f. (Schwyzer-Debrunner 37 w. n. 3, Solmsen Wortforsch. 109)
Meaning: hunger, famine (Il.).
Compounds: Compp., e.g. λιμ-αγχ-έομαι be weakened by hunger (Hp.) from *λίμ-αγχ-ος (: ἄγχω; cf. Schwyzer 726); on βού-λιμος s. on βουλιμία; on πούλιμος strong hunger (Boeot.) Schulze K.Z. 33, 243 f. = Kl. Schr. 399 f. -
Derivatives: λιμ-ώδης hungry (Hp.), -ηρός hungry, connected with hunger (Theoc., AP ), -αλέος = ῥυσός, λεπτός' (H.; after αὑαλέος a. o.). Verbs: λιμαίνω, λιμῆναι be hungry (Hdt.), λιμώττω, -ώσσω id. (Str., J.) with λίμωξις (late); on NGr. λιμάζω, -άσσω cf. Georgacas Glotta 36, 168; on the group id. Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη 513ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No agreement outside Greek (Osc. limu famem is a loan.) A primary formation compared with λι-μός is suspected in λοι-μός pest (s.v.) in spite of the long ι; on further hypothetical connections, e.g. with Lith. líesas meagre, leĩnas thin, weak, pliant, Goth. af-linnan ἀποχωρεῖν', OHG bi-linnan give way, stop, leave off s. WP. 2, 387f., Pok. 661 f., Fraenkel Wb. s. láibas, also W.-Hofmann s. lētum. Diff. Wackernagel KZ 30, 295 ( = Kl. Schr. 1, 658): from *λιπ-μός to λίψ ἐπιθυμία, λίπτω (s. v.); s. also λιρός. .
See also: --Zu λειρός s. λείριον.