περιφέρεια
English (LSJ)
Ion. περιφερ-είη, ἡ,
A circumference, κύκλου Heraclit.103 ; (rounded) surface, σφαίρας Ti.Locr.100e ; of helmets, Plu.Cam.40 (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι Arist.HA494b14; more generally, curve, Id.EN1102a31; curvature of the edge of a leaf, Thphr.HP3.10.5 ; roundness, Hp.Art.61 ; spherical or curved shape, Epicur.Ep.2pp.49,51U. 2 arc of a circle, Arist.Ph.264b25, Euc.3.28; marked on concave sun-dial (πόλος), Sammelb.358.1 (iii B.C.). II wandering, error, ἐν καρδίᾳ LXXEc.9.3.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, das Herumgehen, sich Herumbewegen, der Umlauf, bes. Umfang eines runden Dinges, Peripherie, Tim. Locr. 100 e; auch Rundung, runder Körper, Sp., wie Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιφέρεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ γραμμὴ ἡ πέριξ κυκλοτεροῦς σώματος, κυκλοτερὴς γραμμή, περιφέρεια, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.˙ τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 13. β) μέρος κύκλου, τόξον, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 32, Εὐκλείδ. 3. 28. 2) ἡ ἔξω ἐπιφάνεια, Πλουτ. Κάμιλλ. 40˙ στρογγυλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827˙ σῶμα στρογγύλον, Πλουτ. Ἀντών. 26. ΙΙ. πλάνη, σφάλμα, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Θ΄, 3)˙ πρβλ. περιφορὰ ΙΙ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. au pr. 1 circonférence, périphérie;
2 partie d’un cercle, arc de cercle;
3 rondeur;
II. fig. action de sortir du droit chemin, erreur.
Étymologie: περιφερής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιφερής
1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια του κύκλου, η κλειστή καμπύλη της οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο
2. η κλειστή γραμμή που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, περίπου, ανάλογο σχήμα ή σώμα (α. «περιφέρεια του κορμού του δέντρου» β. «περιφέρεια του κίονα»)
3. κυρτή, σφαιρική επιφάνεια (α. «περιφέρεια της σφαίρας» β. «περιφέρεια του θόλου» γ. «κράνη ὁλοσίδηρα καὶ λεῑα ταῑς περιφερείαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η δικαιοδοσία μιας αρχής ή συντελείται μια διαδικασία όπως τήν ορίζει ο νόμος (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική περιφέρεια» δ. «εκλογική περιφέρεια»)
2. η απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα περιοχή
3. μτφ. το σύνολο τών χωρών του τρίτου κόσμου που είναι εξαρτημένες πολιτικά ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες
4. οι γλουτοί
μσν.-αρχ.
1. η εξωτερική γραμμή, το περίγραμμα
αρχ.
1. η ακολουθία, η συνοδεία («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)
2. τόξο κύκλου
3. σφάλμα, πλάνη («περιφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ).
Greek Monotonic
περιφέρεια: ἡ,
I. γραμμή γύρω από κυκλικό σώμα, περιφέρεια, σε Αριστ.
II. εξωτερική επιφάνεια, σε Πλούτ.
III. στρογγυλό σώμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιφέρεια: ἡ
1) окружность, периферия Plat., Arst.;
2) часть окружности, дуга Arst.;
3) поверхность Plut.;
4) округлость Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφέρεια -ας, ἡ [περιφερής] omtrek:; ἐπὶ κύκλου περιφερείας op de omtrek van een cirkel Heraclit. B 103; ronde vorm:. καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον zoals bij een ronde vorm het bolle en het holle Aristot. EN 1102a31; κράνη... λεῖα ταῖς περιφερείαις helmen die glad waren aan de ronde buitenkant Plut. Cam. 40.4.
Middle Liddell
περιφέρεια, ἡ,
I. the line round a circular body, a periphery, circumference, Arist.
II. the outer surface, Plut.
III. a round body, Plut. [from περιφερής