φορμός
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ὁ, (φέρω)
A basket for carrying corn, etc., Hes.Op.482, IG12.334.10, PSI4.332.13 (iii B. C.); φ. ψάμμου πλήρεες Hdt.8.71; φ. πληρούμενοι ψάμμου Aen.Tact.32.2; φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Plb.1.19.13, cf. Poll.7.174; prov., ὁ ἐν Αυκείῳ τὸν φορμὸν δούς 'a friend in need is a friend indeed', Arist.Rh.1385a28. 2 mat, Hdt.3.98, Ar.Pl. 542 (anap.), Thphr.HP2.6.11; φ. σχοίνινος Ar.Fr.172. 3 seaman's cloak of coarse plaited stuff, Theoc.21.13, Paus.10.29.8. II a measure of corn, Lys.22.5; φ. πυρῶν Ar.Th.813 (anap.). III sieve, διὰ φορμοῦ ἐκθλίψας Dsc.1.35.
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ (mit εἴρω, ὅρμος zusammenhangend), 1) alles aus Binsen, Schilf Geflochtene; ein geflochtener Korb, um z. B. abgeschnittene Aehren darin zu sammeln und zu tragen, Hes. O. 484; zum Sandtragen, Her. 8, 71; φορμοὶ ἀχύροις σεσαγμένοι Pol. 1, 19, 13; – eine geflochtene Decke, Matte, Her. 3, 98; Arist. rhet. 2, 7; – ein Schifferkleid aus grobem, geflochtenem Zeuge, Theocr. 21, 13; Paus. 10, 29, 24. – 2) ein Bündel Holz, τῶν φρυγάνων D. L. 4, 1,6. – 3) ein Getreidemaaß, ungefähr so viel wie ein Medimnos, Lys. 22, 5, Gesetz μὴ πλείω σῖτον συνωνεῖσθαι πεντήκοντα φορμῶν; vgl. Böckh ath. Staatshaush. I p. 89; πυρῶν Ar. Th. 813.
Greek (Liddell-Scott)
φορμός: ὁ, (φέρω) σκεῦος πλεκτόν, κόφινος πρὸς μεταφορὰν γεννημάτων ἢ ἄλλων πραγμάτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480· φορμ. ψάμμου Ἡρόδ. 8. 71· φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Πολύβ. 1. 19, 13, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 174· ― παροιμ., ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς, ἐπὶ ὑπηρεσίας γενομένης κατὰ τὴν ἀναγκαιοτάτην στιγμήν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 3. 2) στρῶμα πλεκτόν, Λατ. storea, Ἡρόδ. 3, 98· φ. σχίνινος Ἀριστοφ. Πλ. 542, Ἀποσπ. 227. 3) ἔνδυμα ναύτου ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος, Θεόκρ. 21. 13, πρβλ. Παυσ. 10. 29, 8. ΙΙ. μέτρον σίτου, Λυσίας 164. 33· φ. πυρῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 813· ― περίπου ὅσον εἷς μέδιμνος, Böckh. P. E. 1, σ. 111.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tissu de jonc ou de sparte, particul.
1 panier ou corbeille pour transporter du grain;
2 natte, tapis, couverture.
Étymologie: φέρω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών
2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα
3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα
4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο
5. δέσμη ξύλων, δεμάτι
6. κόσκινο, κρησάρα
7. παροιμ. «ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς» — δηλώνει ότι αληθινός φίλος είναι εκείνος που δίνει βοήθεια στην πιο κρίσιμη στιγμή (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φορμός, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. του ρ. φέρω και έχει αρχική σημ. «καλάθι για μεταφορές γεννημάτων», η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε, με αποτέλεσμα η λ. φορμός να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση διαφόρων πλεκτών, ψάθινων αντικειμένων. Ανάλογη προέλευση έχουν και οι συγγενείς σημασιολογικά τ. τάλαρος (< ρίζα tela- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω», βλ. και λ. τάλας) και φέρνιον (< φερνή < φέρω). Η σύνδεση της λ. φορμός με τους τ. φάραι ὑφαίνειν, πλέκειν και φᾶρος «ύφασμα» δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
φορμός: ὁ (φέρω)·
I. 1. σκεύος για μεταφορά καρπών σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. στρώμα πλεκτό, Λατ. storea, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
3. ένδυμα ναυτικού από χοντρό πλεκτό ύφασμα, σε Θεόκρ.
II. μέτρο σίτου, σε Λυσ.
Russian (Dvoretsky)
φορμός: ὁ φέρω
1) плетенка, корзина Hes., Her., Polyb., Plut.;
2) циновка, рогожа Her., Arph.: ἐν Λυκείῳ τὸν φορμὸν δοῦναι погов. Arst. дать циновку в Ликее, т. е. оказать услугу в момент действительной необходимости;
3) «рогожа» (одежда моряков из грубой плетеной ткани) Theocr.;
4) форм (мера сыпучих тел, приравниваемая к медимну = 52.5 л.) Lys., Arph.
Middle Liddell
φορμός, οῦ, ὁ, φέρω
I. a basket for carrying corn, Hes., Hdt.
2. a mat, Lat. storea, Hdt., Ar.
3. a seaman's cloak, of coarse plaited stuff, Theocr.
II. a corn measure, Lys.
Frisk Etymology German
φορμός: {phormós}
Grammar: m.
Meaning: Korb, auch als Getreidemaß (ion. att. seit Hes.), auch von anderen geflochtenen Gegenständen: Matte (Hdt., Ar., Thphr.), grober Mantel der Seeleute (Theok., Paus.), Sieb (Dsk.).
Composita : Als Vorderglied u.a. in φορμοφόρος m. ‘Korb- träger’ (Epikur.) mit -έω (D. C.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: φορμίς f. (Kom., Arist.), -ίσκος m. (Pl., EM), -ίσκιον n. (Poll.) Korb, -ίον n. ib. (Hippon.), Reisbündel (D. L.).
Etymology : Die formal sich aufdrängende Anknüpfung an φέρω als "Träger" scheint mit den wechselnden Bedd., die sich alle auf den Begriff des Flechtwerks beziehen, schwer vereinbar. Das Wort wurde deshalb von Schulze Q. 110ff. mit φάραι· ὑφαίνειν, πλέκειν H. und φᾶρος Tuch, Leinwand (s.d.) verbunden, was aber (trotz Specht Ursprung 182) morphologisch weniger einleuchtet. Eine Entwicklung von Korb ( < Träger) zu Korbgeflecht mit Übertragung auch auf anderes geflochtenes Material ist immerhin denkbar. — Zu φορμός stimmt lautlich germ., z.B. got. barms ’κόλπος’, ahd. barm Busen, Schoß, das aber auch anders gedeutet wird (s. WP. 2, 156 u. 162); ähnlich (Mann Lang. 17, 19) alb. barmë f. die innere Lage der Baumrinde. — Vgl. φωριαμός.
Page 2,1037