πυός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ὁ,
A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.
Greek (Liddell-Scott)
πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. πῦος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ. ινδ. śara-«ξινή σάλτσα» και śaras- «κρούστα γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. πυός μαρτυρούνται με την ίδια σημ. και οι τ. πῦαρ (πρβλ. πῖαρ, ἔαρ) και πύας (που έχει προταθεί η διόρθωση του σε πῦαρ)].
Greek Monotonic
πῡός: ὁ, το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου, Λατ. colostrum, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῡός -οῦ, ὁ [~ πύον?] de eerste moedermelk, van mensen en dieren biest.
Frisk Etymological English
2.
Grammatical information: m.
Meaning: animal-milk, first breast-milk (com.).
Other forms: also πύον (Emp.), πύαρ (Ael. Dion.), πύας (H.) id..
Derivatives: Besides πυετία, also (with contr. resp. metathesis) πυτία, πιτύα f. clotted milk, rennet (Arist., hell.), from *πυετός, to πυός as παγετός to πάγος a.o. (Schwyzer 501; diff. Scheller Oxytonierung 52, where many details).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [848f] *puH- rot(ten), pus
Etymology: Prob. in essence identical with πύον, πύος pus (WP. 2, 82, Pok. 848f), but with gender and accent after ὀρός, τυρός, which belong to the same sphere of meaning. The byforms πύαρ and πύας (if the tradition is correct) after ἔαρ, πῖαρ, resp. ἅλας, κρέας a.o. Both the consistency and other properties (smell, fermentation etc.) may have caused the transference. The expressions for congeal, getting sour, ferment, also of rotting touch each other now and then, e.g. Skt. śara- m. sour cream, also śáras- n. skin on cooked milk, Lat. cariēs decay, both to the verb for break in Skt. śr̥ṇā́ti, κεραΐζω (s.v.) a.o., ptc. śīrṇá- rotten, spoiled, to which also Lat. colostra beesting, if from *corostra, may belong; s. Lidén KZ 61, 1ff. w. extensive treatment. -- Not with Persson Beitr. 1, 259 n. 3, Bq and Hofmann Et. Wb. s.v. (all hesitating) to Skt. púṣyati thrive (IE *pu-s- swell).
Middle Liddell
πῡός, οῦ, ὁ,
the first milk after the birth, beestings, Lat. colostrum, Ar.