Συράκουσαι

From LSJ
Revision as of 10:10, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῠράκουσαι Medium diacritics: Συράκουσαι Low diacritics: Συράκουσαι Capitals: ΣΥΡΑΚΟΥΣΑΙ
Transliteration A: Syrákousai Transliteration B: Syrakousai Transliteration C: Syrakousai Beta Code: *sura/kousai

English (LSJ)

[ᾱ], αἱ, Syracuse, Th.5.4, Scymn.282, IGRom.1.495 (Sicily, i A.D.); Ion. Σῠρήκουσαι Hdt.7.154; Dor. Σῠράκοσαι Pi. P.2.1, D.S.22.8; also Σῠράκοσσαι, Pi.O.6.6 (with vv.ll.), cj. in B. 5.184 (Συράκουσσ- Pap., as also Marm.Par.52,71): Σῠράκουσα, ἡ, D.S.13.75, 14.14, St.Byz., Συράκουσσα Hdn.Gr.1.270 codd. Arc.; Σῠράκοσα, D.S.21.4; also Σῠρακώ, οῦς, ἡ, Epich.185 (name of a marsh, St.Byz.; called Tyraco, Vibius Sequester p.154 Riese).-- Adj. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, Syracusan, and as Subst.

   A a Syracusan, BMus.Cat.Coins Sicily p.145, Th.l.c., IG12(9).1187.15 (Euboea, iii B.C.), etc.; Ion. and poet. Σῠρηκόσιος Hdt.7.154, AP5.191 (Mel.), Nonn.D.6.354; a form Σῠρακόσσιος Hdn.Gr.1.120; Σῠρακούσιος Pl.Ep.326b (s.v.l.); Συρρακούσιος v.l. in Lib.Or.12.36, cf. Choerob. in Theod.2.242, al.; fem. Σῠρᾰκοσσίς, γλῶσσα Nonn.D.9.22:—ἡ Συρακοσία [χώρα]

   A the territory of S., Th.6.52 (and so L. Dind. reads for ἡ Συράκουσα or Συράκοσα in D.S. (v. supr.)): Συρακοσίων τράπεζα, prov. of luxurious living, Ar.Fr.216:—Σῠρᾱκοσεύς, έως, ὁ, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠράκουσαι: -αἱ, πόλις τῆς Σικελίας· Ἰωνικ. Συρήκουσαι, Ἡρόδ.· Δωρικ. Συράκοσαι, Πινδ. Π. 2. 1 καὶ χάριν τοῦ μέτρου Σῠράκοσσαι. Böckh διάφορ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 6. 6· Σῠράκουσα, ἡ, ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ., Διόδ. 13. 75., 14. 11· Συράκοσα, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 490. 58· ὡσαύτως Συρακώ, οῦς, ἡ, Ἐπίχαρμ. 166 Ahr. ― Ἐπίθ. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, ἐκ Συρακουσῶν· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ κάτοικος τῶν Συρακ., Ἰωνικ. Συρηκούσιος, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.· ποιητ. Συρηκόσιος, Ἀνθ. Π. 5. 192· τύπος τις Συρακόσσιος μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Κανόσι σ. 56· θηλ. Συρακοσσὶς [[[γλῶσσα]]] Νόνν. Δ. 9. 22· ― ἡ Συρακοσία [[[χώρα]]] Θουκ. 6. 52 (καὶ οὕτως ὁ L. Dind. ἀναγινώσκει ἀντὶ ἡ Συράκουσα ἢ Συράκοσα παρὰ Διοδ. (ἴδε ἀνωτ.)· Σ. τράπεζα, παροιμία ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, Λατιν. Siculae dajes, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Syracuse, ville de Sicile.

English (Strong)

plural of uncertain derivation; Syracuse, the capital of Sicily: Syracuse.

English (Thayer)

(so accented commonly (Chandler §§ 172,175); but according to Pape, Eigennamen, under the word, Συράκουσαι in Ptolemy, 3,4, 9; 8,9, 4), Συρακουσων, αἱ, Syracuse, a large maritime city of Sicily, having an excellent harbor and surrounded by a wall 180 stadia in length (so Strabo 6, p. 270; "but this statement exceeds the truth, the actual circuit being about 14English miles or 122stadia" (Leake, p. 279); see Dict. of Geogr. under the word, p. 1067b); now Siragosa: Acts 28:12.

Greek Monotonic

Σῠράκουσαι: [ᾱ], αἱ, Ιων. Συρήκουσαι, Δωρ. Συράκοσαι και Σῠράκοσσαι, Συρακούσες, πόλη της Κάτω Ιταλίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Σῠρᾱκόσιος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τις Συρακούσες, και ως ουσ. Συρακούσιος, Ιων. Συρηκούσιος, στον ίδ.· ποιητ. Συρηκόσιος, σε Ανθ.· Συρακοσία (χώρα), η περιοχή των Συρακουσών, σε Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: town in Sicily (Th. a.o.)
Other forms: Ion. Συρήκουσαι (Hdt.), Dor. Συράκοσ(σ)αι (Pi.) f. pl.; also Συράκο(υ)σα f. sg. (D. S.).
Derivatives: Adj. Συρακόσιος, Ion. -η-; also Συρακοσσεύς (St. Byz.), f. -κοσσίς (γλῶσσα, Nonn.); on the notation Schwyzer 525 w. n. 7.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From Συρακώ f., name of a marsh near the town (also of the town itself by Epich. 185) with ντ-suffix (as in Τάρας, -αντος a.o.), s. Kretschmer Glotta 14, 98f., v. Blumenthal Glotta 17, 154. Supposition on the etymology by Kretschmer ibd.: from Illyrian or an other IE language of Sicily with āko-suffix to OCS syrъ, Russ. syrój humid, raw, Lith. súras briny, ONorse sūrr sour a.o. (WP. 2, 513, Pok. 1039).

Middle Liddell

Σῠρά¯κουσαι, ῶν, αἱ,
ionic Συρήκουσαι, doric Συράκοσαι, and Σῠράκοσσαι, Syracuse, Hdt., etc.