φυτάλμιος

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτάλμιος Medium diacritics: φυτάλμιος Low diacritics: φυτάλμιος Capitals: ΦΥΤΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: phytálmios Transliteration B: phytalmios Transliteration C: fytalmios Beta Code: futa/lmios

English (LSJ)

ον, also α, ον Lyc.341: (φύω):—

   A producing, nourishing, fostering, epith. of gods, as of Poseidon, Clara Rhodos 6/7.386 (Camirus, iii/ii B. C.), Plu.2.158e, IG22.5051, 12(1).905 (Rhodes), etc.; of Zeus, Hsch., cf. IG12(5).13 (Ios); of parents, φυτάλμιοι γέροντες A.Ag.327; μητρὶ καὶ φ. πατρί S.Fr.788; λέκτρα φ. the marriage bed, E.Rh.920; φ. χθών Lyc.l.c.: τὸ φ. productive power, Plu.2.994b.    II by birth, ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος; didst thou bring blind eyes with thee to life? S.OC151 (lyr.). (φυτάλμιος is said by EM803.4. to be formed by metath. from φυτάλιμος, which is prob. coined ad hoc.)

German (Pape)

[Seite 1319] ον, auch 3 Endgn, φυταλμία χθών Lycophr. 341, 1) zeugend, nährend, Fruchtbarkeit befördernd; Beiwort der Götter, wie almus, alma, z. B. Poseidon, Plut. sept. sap. conv. 15 u. sonst; – aber auch φυτάλμιοι γέροντες, die greisen, alten Väter, Aesch. Ag. 318; φυτάλμιος πατήρ Soph. frg. 957; λέκτρα φυτάλμια, das Ehebett, Eur. Rhes. 920; χθὼν φυτάλμιος, das Geburts-, Vaterland, Lycophr. 341. – 2) natürlich, von der Natur herrührend, angeboren, ἀλαῶν ὀμμάτων φυτάλμιος, von einem Blindgebornen, Soph. O. C. 149. – Es ist nach der gewöhnlichen Erkl. aus dem nicht mehr vorkommenden, aber mit dem bekannten Suffixum αλιμος gebildeten φυτάλιμος durch Buchstabenversetzung entstanden.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτάλμιος: -ον, καὶ α, ον, Λυκόφρ. 341· (φύω)· ― ὁ παράγων, τρέφων, περιθάλπων, ὡς τὸ Λατ. almus, ἐπίθ. τῶν θεῶν, οἷον τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Διός, Πλούτ. 2. 158Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. προσθῆκαι.) 2447f, «φυτάλμιος Ζεύς· συγγενής, ἢ ζωογόνος» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ πατρὸς φυτάλμιοι γέροντες, γηραλέοι γονεῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 327· μητρὶ καὶ φ. πατρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 957· λέκτρα φ., ἡ συζυγικὴ κλίνη, Εὐρ. Ρῆσ. 920· χθὼν φ. Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― τὸ φυτάλμιον, δύναμις παραγωγική, Πλούτ. 2. 994Β. ΙΙ. φυσικός, ὁ ἐκ φύσεως, τὸ δύσκολον χωρίον ἐν Σοφ. Ο. Κ. 150 πρέπει νά ἔχῃ (κατὰ Κοραῆν) τὴν στίξιν τήνδε: ἔ ἔ ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων; ἄχ, τὰ τυφλά σου ’μμάτια ἆρά γε ἦσο οὕτω δυστυχὴς ἐκ φύσεως, (ἐκ γενετῆς); (ἀπὸ φύτλης Σχόλ.)· φυτάλμιος λέγεται ὅτι ἐσχηματίσθη κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ ἀχρήστου, φυτάλιμος. ὅπερ εὕρηται παρ’ Ἡσύχ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 qui fait naître, qui engendre, qui fait croître ou nourrit ; subst. τὸ φυτάλμιον PLUT le pouvoir d’engendrer ou de produire;
2 qui a reçu de la nature : φυτάλμιος ἀλαῶν ὀμμάτων SOPH né avec des yeux qui ne voient pas, aveugle de naissance.
Étymologie: φυτός.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και φυταλμία, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως του Διός, του Διονύσου και του Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει
2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον
η παραγωγική δύναμη
4. φρ. α) «φυτάλμια λέκτρα» — συζυγική κλίνη (Ευρ.)
β) «φυταλμία χθών» — γενέτειρα (Λυκόφρ.)
γ) «φυτάλμιοι γέροντες» — γονείς (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτάλιος + επίθημα -μιος (πρβλ. γεράσ-μιος). Πρόκειται για δυσερμήνευτο τ. που εμφανίζει παράξενο συνδυασμό τών επιθημάτων (βλ. και λ. φυτάλιος)].

Greek Monotonic

φῠτάλμιος: -ον (φύω
I. αυτός που παράγει, τρέφει, περιθάλπει, φυτάλμιοι γέροντες, πατέρες ή ηλικιωμένοι γονείς, σε Αισχύλ.· λέκτρα φυτάλμια, το συζυγικό κρεβάτι, σε Ευρ.
II. φυσικός, προερχόμενος από τη φύση· στον Οιδ. Κολ. 150 του Σοφ., πρέπει να υπάρχει η εξής στίξη: ἒ ἒ ἀλαῶν ὀμμάτων! ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων, αχ! τα τυφλά σου μάτια! πες, είσαι τόσο δυστυχισμένος εκ φύσεως, από τη γέννησή σου;

Russian (Dvoretsky)

φῠτάλμιος:
1) производящий на свет, рождающий (Ζεύς, Ποσειδῶν, Διόνυσος Plut.): φυτάλμιοι γέροντες Aesch. старые родители; φυτάλμια λέκτρα Eur. брачное ложе;
2) врожденный: ἀλαῶν ὀμμάτων φ. Soph. слепорожденный.

Middle Liddell

φῠτάλμιος, ον, [φύω]
I. producing, nourishing, fostering, φυτάλμιοι γέροντες fostering sires or aged parents, Aesch.; λέκτρα φυτ. the marriage bed, Eur.
II. natural, by nature; Soph. O. C. 150 should be pointed thus: ἒ ἒ ἀλαῶν ὀμμάτων! ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων; woe for thy blind eyes! say wast thou thus miserable by nature, from thy birth?