ἐξοστρακισμός
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ὁ,
A banishment by ostracism, ἐ. ποιεῖσθαι κατά τινος Plu.Them.22, cf. Themist.Ep.1. II ἐξοστρακισμός τῆς γῆς formation of any external shell, interpol. in Corn.ND17 (nisi leg. ἐξοστεϊσμόν).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, die Verbannung durch das Scherbengericht, Plut. Them. 22 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρακισμός: ὁ, ἐξορία δι’ ὀστρακισμοῦ, Διόδ. 11. 87· ἐξ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πλουτ. Θεμ. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bannissement par ostracisme.
Étymologie: ἐξοστρακίζω.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.
Greek Monotonic
ἐξοστρᾰκισμός: ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοστρᾰκισμός: ὁ изгнание в порядке остракизма Diod., Plut.
Middle Liddell
ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, [from ἐξοστρᾰκίζω]
banishment by ostracism, Plut.