σύγχυσις
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
εως, ἡ, (συγχέω)
A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) σ. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9; σ. ποιήσασθαι Plb.30.22.7; σ. λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σ. ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σ. τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8. b formation of a compound, Chrysipp.Stoic.2.153, al. 2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959; σ. τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1; σ. θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6; σ. λήψεται Epicur. Fr.300. 3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4. 4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58. II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σ. ἔχοντες confounded, E.IA1128; σ. ὀμματίων AP5.129 (Maec.). III of contracts and the like, violation, τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; νόμων Isoc.4.114 (pl.); σ. ὁρκίων Plu.Alc.14; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σ. Pl.R.379e. 2 confusion, SIG684.7 (Dyme, ii B.C.), Act.Ap.19.29.
German (Pape)
[Seite 972] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχῠσις: -εως, ἡ, (συγχέω) τὸ συγχέειν, σύμμιξις, ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων αὐτόθι 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τῆς σ. πολιτείας αὐτόθι 7. 8, 4. 2) σύγχυσις, ὄλεθρος, καταστροφή, βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, σύγχυσις, ἀσάφεια. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ταραχή, σύγχυσις, Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, παράβασις, τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, ὄλεθρος, καταστροφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 confusion, mélange;
2 bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;
3 trouble de l’esprit, confusion, stupeur.
Étymologie: συγχέω.
English (Strong)
from συγχέω; commixture, i.e. (figuratively) riotous disturbance: confusion.
English (Thayer)
συγχύσεως, ἡ (συγχέω) (from Euripides, Thucydides, Plato down), confusion, disturbance: of riotous persons, 1 Samuel 5:11).
Greek Monotonic
σύγχῡσις: -εως, ἡ (συγχέω),
I. ανάμειξη, ανακάτεμα, σύγχυση, ανακατωσούρα, μπέρδεμα, σε Ευρ.· σύγχυσιν ἔχειν, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.
II. λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, παραβίαση, αθέτηση, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
σύγχῠσις: εως ἡ
1) слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.);
2) стирание, сглаживание (ὅρων Plut.);
3) разрушение, уничтожение (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;
4) смущение, смятение (ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;
5) нарушение (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.
Middle Liddell
σύγχῠσις, εως, συγχέω
I. a commixture, confusion, Eur.; ς. ἔχειν to be confounded, Eur.
II. of contracts and treaties, a violation, Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:sÚgcusij 尋格-虛西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-流(著)
字義溯源:雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自(συγχέω / συγχύνω)=雜亂地摻合),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 混亂(1) 徒19:29