σθεναρός

From LSJ
Revision as of 15:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθενᾰρός Medium diacritics: σθεναρός Low diacritics: σθεναρός Capitals: ΣΘΕΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sthenarós Transliteration B: sthenaros Transliteration C: sthenaros Beta Code: sqenaro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.

   A strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. -ρῶς violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.

German (Pape)

[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.

Greek (Liddell-Scott)

σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.

English (Autenrieth)

(σθένος): strong, Il. 9.505†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σθεναρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α
γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ
γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ.
δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος, θαρραλέος (α. «σθεναρή στάση» β. «σθεναρή αντίσταση»)
2. το αρσ. ως ουσ. σθεναρός
(λογ.) μνημονική λέξη, αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η μείζων πρόταση είναι καθολικά αποφατική, η ελάσσων καθολικά καταφατική και το συμπέρασμα επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο ίδιος τον εαυτό του
κάθε άνθρωπος είναι εχθρός του εαυτού του
άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
αρχ.
βίαιος, σφοδρός («σθεναρὸς καρδιωγμός», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σθεναρώς / σθεναρῶς ΝΑ, και σθεναρά Ν
νεοελλ.
με σθένος, με θάρρος και δύναμη
αρχ.
βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα -αρός κατά τα βριαρός, στιβαρός.

Greek Monotonic

σθενᾰρός: -ά, -όν, δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. σθεναρώτερος, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σθενᾰρός -ά -όν [σθένος] krachtig, sterk.

Russian (Dvoretsky)

σθενᾰρός: сильный, могучий (Ἄτη Hom.; βραχίων Eur.).

Middle Liddell

σθενᾰρός, ή, όν
strong, mighty, Il., Eur.:—comp. σθεναρώτερος Soph. [from σθένος

English (Woodhouse)

strong, physically strong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)