προσφωνέω
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
English (LSJ)
A call or speak to, address, pres. first in A.Supp.236: used by Hom. only in impf., the Ep.aor.being προσέειπον, τινα Il.2.22, Od.4.69: abs., 5.159, 10.109, al.: later c. dat. pers., LXX 1 Es.2.21, Antig.Rex ap. D.L.7.7, Ev.Matt.11.16, Act.Ap.22.2: c. dupl. acc., address words to a person, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον Il.1.332, cf. A.Fr. 159, E.Med.664. 2 call by name, ποδαπὸν ὅμιλον τόνδε . . προσφωνοῦμεν; A.Supp.l.c.; ὀνόματι π. τινά E.Tr.942; π. τινὰ βασιλέα salute him king, Plb.10.38.3, etc. 3 issue directions or orders, τινι PTeb.27.109 (ii B.C.): abs., folld. by ὅπως, ib.124.21 (ii B.C.):—Pass., UPZ106.20 (ii B.C.). II c. acc. rei, pronounce, utter, τήνδε π. φάτιν S.El. 1213; τὰ ὑπογεγραμμένα IG7.2713.7 (Acraeph., i A.D.); address or dedicate a book, τινι Cic.Att.16.11.4, Plu.Luc.1, Ath.7.313f, etc. 2 make a report, POxy.475,476 (ii A.D.); περί τινος Wilcken Chr.27.15 (ii A.D.): abs., OGI572.43 (Myra, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 787] zutönen, zurufen, zu Einem reden, anreden, τινά; oft bei Hom. προσεφώνεέ μιν, u. absol., Od. 10, 109; auch τοῖσιν δ' Εὐρύμαχος προσεφώνεε, er redete sie an, 22, 69; Aesch. Ch. 1010 u. öfter, wie die andern Tragg.; Soph. vrbdt auch οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν, El. 1204; Ar. u. in Prosa, bes. anreden als, nennen, προσφωνεῖν τινα βασιλέα, σωτῆρα, Pol. 10, 38, 3. 40, 2. Auch τινί, sc. βιβλίον, dediciren, D. L. 4, 39. 7, 185, wie Phot. bibl. 99 b 25.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνέω: φωνῶ πρός τινα, λαλῶ, ὁμιλῶ, προσαγορεύω, τινα Ἰλ. Β. 22, Ὀδ. Δ. 69, κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀπολ., Ὀδ. Ε. 159, Κ. 109, κτλ.· ὅταν ὑπὸ τοῦ Ὁμ. προστίθεται δοτική, οἷον ἐν τῷ τοῖσιν προσεφώνεε (Ὀδ. Χ. 69), ἡ δοτ. τοῖσιν δὲν εἶναι ἀντικείμενον, πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ δοτικ. τοῦ ὀργάνου, μὲ τοὺς λόγους τούτους· ― ἀλλὰ μετὰ δοτ. πρσώπου, Διογ. Λ. 7. 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια’, 16, Πράξ. Ἀποστ. κβ´, 2· ― μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀποτείνω λόγους εἴς τινα, οὐδὲ τί μιν προσεφώνεον Ἰλ. Α. 332. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, Εὐρ. Μήδ. 664. 2) καλῶ κατ’ ὄνομα, ποδαπὸν ὅμιλον τόνδε… προσφωνοῦμεν Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ὀνόματι πρ. τινα Εὐρ. Τρῳ. 942· πρ. τινὰ βασιλέα, χαιρετίζω τινά, προσαγορεύω ὡς βασιλέα, Πολύβ. 10. 38, 3, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., προσφέρω λέγω, τήνδε πρ. φάτιν Σοφ. Ἠλ. 1213· ἀφιερώνω, βιβλίον τινὶ Ἀθήν. 313F, Πλουτ. Λούκουλ. 1, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσφωνεῖ· προσαγορεύει».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 adresser la parole à : τινα, postér. τινι à qqn ; προσφωνεῖν τι prononcer une parole ; avec double rég. τινά τινι ou τινά τι dire qch à qqn;
2 appeler d’un nom ou d’un titre : τινα βασιλέα, proclamer qqn roi ; dédier : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, φωνέω.
English (Strong)
from πρός and φωνέω; to sound towards, i.e. address, exclaim, summon: call unto, speak (un-)to.
English (Thayer)
προσφώνω; imperfect 3rd person singular προσεφώνει; 1st aorist προσεφώνησα;
1. to call to; to address by calling: absolutely, L WH add αὐτοῖς); Homer, Odyssey 5,159 etc.); with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, 36), Diogenes Laërtius 7,7).
2. to call to oneself, summon: τινα (so the better Greek writings; see Matthiae, § 402b.; (Winer's Grammar, § 52,4, 14)), Luke 6:13.
Greek Monotonic
προσφωνέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. καλώ ή μιλώ σε, προσφωνώ, φωνάζω σε, απευθύνομαι σε, τινά, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· τοῖσιν προσεφώνεε, τους προσφώνησε με αυτές τις λέξεις, στο ίδ.· (αλλά με δοτ. προσ., σε Καινή Διαθήκη)· με διπλή αιτ., απευθύνω λόγους σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. καλώ με το όνομα του, σε Ευρ.
II. με αιτ. πράγμ., προφέρω, λέγω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσφωνέω:
1) обращаться с речью, заговаривать (τινα Hom. и τινι Diog. L., NT, π. τινά τι Hom., Aesch., Eur.): τοῖσι προσεφώνεε Hom. он обратился со следующими словами;
2) произносить, говорить (τήνδε φάτιν Soph.);
3) называть, именовать (ὀνόματί τινα Eur.; τινα βασιλέα Polyb.);
4) посвящать (τινι, sc. βιβλίον Plut.);
5) призывать, созывать (τινας NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φωνέω, ep. imperf. 3 sing. προσεφώνεε, 3 plur. προσεφώνεον, toespreken; met acc..; τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ ’ Ἀφροδίτη boos sprak de stralende Aphrodite haar toe Il. 3.413; κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους geen ander weet zijn vrienden fraaier toe te spreken Eur. Med. 664; met dubb. acc..; εἴτε Ἀλέξανδρον θέλεις ὀνόματι προσφωνεῖν νιν of je hem bij de naam Alexander wilt noemen Eur. Tr. 942; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; οὐδε τί μιν προσεφώνεον zij spraken geen woord meer tegen hem Il. 1.332; met acc. v. h. inw. obj..; τήνδε προσφωνεῖν φάτιν (de urn) op deze manier toe te spreken Soph. El. 1213; later ook met dat..; προσφωνοῦντα τοῖς ἑτέροις (kinderen) die de anderen toespreken NT Mt. 11.16; overdr. opdragen:. Σύλλας... ἐκείνῳ προσεφώνησεν Sulla droeg het werk aan hem op Plut. Luc. 1.4.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to call or speak to, address, accost, τινά Hom., etc.; absol., Od.; τοῖσιν προσεφώνεε addressed [them] in these words, Od.; (but c. dat. pers., NTest.):—c. dupl. acc. to address words to a person, Il., Eur.
2. to call by name, Eur.
II. c. acc. rei, to pronounce, utter, Soph.
Chinese
原文音譯:prosfwnšw 普羅士-賀尼哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:向著-聲音
字義溯源:呼喚,招呼,呼叫,叫,叫來,勸解,講說,陳述;由(πρός)=向著)與(φωνέω / ἐμφωνέω)=發聲)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (φωνέω / ἐμφωνέω)出自(φωνή)*=聲音)
出現次數:總共(7);太(1);路(4);徒(2)
譯字彙編:
1) 他就⋯陳述(1) 徒21:40;
2) 他⋯陳述(1) 徒22:2;
3) 叫了⋯來(1) 路6:13;
4) 勸解(1) 路23:20;
5) 呼叫(1) 路7:32;
6) 叫(1) 路13:12;
7) 招呼(1) 太11:16