κλεινός
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. κλεεννός (q.v.), (κλέος) poet. Adj.
A famous, renowned, νῆσος Sol.19.3; freq.epith.of cities, Pi.O.3.2, 6.6, Epich.185; esp.of Athens, Pi.Fr.76, A.Pers.474, E.Ph.1758 (troch.); of persons, κ. οἰκιστήρ Pi.P.1.31; μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Epigr. ap. Hdt.7.228; Διὸς κλεινὴ δάμαρ A.Pr.834; ὁ κ. Φιλοκτήτης S.Ph.575; ὁ πᾶσι κ. Οἰδίπους καλούμενος all-renowned, Id.OT8; also ironically, ὁ πᾶσι νυμφίος Id.El.300; τόξοισι κλεινός A.Pr.872; of things, -ότερον γάμον Pi.P.9.112; τὰ κ. αἰνίγματα S.OT1525 (troch.); κ.ὄνομα Ar.Av.810; κ. τόξα S.Ph.654: Sup., -ότατος στέφανος E.IA1529 (anap.); σοφία -οτάτη Ar.Nu.1024: neut. pl. as Adv., στρατηλατήσας κλεινά E.HF 61: rare in Prose, Pl.Lg.721c, Sph.243a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ is well-known of him, Luc.Peregr.18. II in Crete, = τὰ παιδικά, like Att.καλός, Ephor.149 J., Ath.11.782c.
German (Pape)
[Seite 1447] (κλέος), dor. auch κλεεννός, Pind. P. 5, 20 u. öfter, κλεεννότατος P. 4, 280, Simonds. 91 (VII, 514), Ἀρκαδία Scol. 8 Iac., im Or. Her. 5, 92, 52 End.; – berühmt, gepriesen, bekannt; Pind. oft, bes. von Städten; οἰκιστήρ P. 1, 59; κλεινότερος γάμος 9, 106; τόξοισι κλεινός Aesch. Prom. 874; τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνᾶν εὗρε Pers. 466, wie Soph. Ai. 848; ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος O. R. 8; ὁ κλεινὸς Αἴας Ai. 216; ὦ κλεινὰ Σαλαμίς 593; τὰ κλείν' αἰνίγματα O. R. 1525; Eur. oft; ὄνομα τῇ πόλει θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν Ar. Av. 810; κλεινοτάτην πόλιν 1277; seltener in Prosa, κλεινοῖς καὶ παλαιοῖς ἀνδράσιν Plat. Soph. 243 a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ, auch das ist von ihm wohlbekannt, Luc. Peregr. 18. – Bei den Kretern hieß so der geliebte Knabe, Ath. XI, 782 c u. Strab. X, 484.
Greek (Liddell-Scott)
κλεινός: -ή, -όν, (κλέος)· ― ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. κλεεννός), περίφημος, διάσημος, ἔνδοξος, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 11. 3, (ἡ Ὁμηρ. λέξις εἶναι κλειτός), συχν. ἐπίθετον τῶν πόλεων, Πινδ. Ο. 3. 3., 6. 8, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 46, Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, Εὐρ. Φοίν. 1757· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, κλ. οἰκιστὴρ Πινδ. Π. 1. 59· μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Ἐπιτάφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· Διὸς κλεινὴ δάμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 834· ὁ κλ. Φιλοκτήτης Σοφ. Φιλ. 575· ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος, παρὰ πᾶσι φημιζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 8· ὡσαύτως εἰρηνικῶς, ὁ κλεινὸς νυμφίος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 300· τόξοισι κλεινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 872· ἐπὶ πραγμάτων, -ότερον γάμον Πινδ. Π. 9. 195· τὰ κλείν’ αἰνίγματα Σοφ. Ο. Τ. 1525· κλ. ὄνομα Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 514, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810· κλ. τόξα, νᾶες, στράτευμα, κτλ., Τραγ.· ὑπερθ. -ότατος στέφανος Εὐρ. Ι. Α. 1529· σοφία κλεινοτάτη Ἀριστοφ. Σφ. 1024· ― σπάν. παρὰ πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Νόμ. 721C, Σοφ. 243Α· καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ, εἶναι πᾶσι γνωστὸν περὶ αὐτοῦ, Λουκ. Περεγρ. 18· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Εὐρ Ἡρ. Μαιν. 61. ΙΙ. ἐν Κρήτῃ = τὰ παιδικά, ὡς τὸ Ἀττ. καλός, τὸ Δωρ. ἀΐτης, Στράβ. 484, Ἀθήν. 782C.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
glorieux, illustre, célèbre.
Étymologie: κλέος.
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν) (AM κλεινός, -ή, -όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός)
ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ.
β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ.
γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «το κλεινόν άστυ» — η Αθήνα
αρχ.
1. (στην Κρήτη) ο ερώμενος απὸ άνδρα νέος, ο νέος που αγαπιόταν και θαυμαζόταν για το κάλλος του («διάσημον ἐσθῆτα φέρουσιν, ἀφ ἧς γνωσθήσεται ἕκαστος κλεινὸς γενόμενος
τὸν μὲν γὰρ ἐρώμενον καλοῦσι κλεινόν», Στράβ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «Κλεινοί, οἱ εἰς τὰ παιδικὰ ἐπὶ κάλλει ἁρπαζόμενοι παῖδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. κλεεινός < κλεFεσ-νός (< θ. κλεFεσ- του κλέος) με σίγηση του -F- και σίγηση με αντέκταση του -σ-. Με περαιτέρω συναίρεση του φωνηεντικού συμπλέγματος -ε-ει προέκυψε ο τ. κλεινός, ενώ μαρτυρείται και αιολ. τ. κλεενός. Επίσης < κλεFεσ-νός με σίγηση του -F-και σίγηση χωρίς αντέκταση του -σ-].
Greek Monotonic
κλεινός: -ή, -όν (κλέος), διάσημος, περίφημος, ένδοξος, σε Σόλων, Πίνδ., Τραγ.· καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ, είναι πασίγνωστο γι' αυτόν, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κλεινός: дор. κλεεννός 3, редко
1) славный, прославленный, знаменитый (οἰκιστήρ, γάμος Pind.; ἀνήρ Plat.; Οἰδίπους, Σαλαμίς, αἰνίγματα Soph.; πόλις, ὄνομα Arph.; στέφανος Eur.; κ. ἐν ταῖς παρθένοις γεγονώς Plut.): τόξοισι κ. Aesch. прославленный стрелок;
2) известный, хорошо знакомый: καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ Luc. и это хорошо о нем известно - см. тж. κλεινά.
Frisk Etymological English
Meaning: famous
See also: s. κλέος.
Middle Liddell
κλεινός, ή, όν κλέος
famous, renowned, illustrious, Solon., Pind., Trag.; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ is well known of him, Luc.
Frisk Etymology German
κλεινός: {kleinós}
Meaning: berühmt
See also: s. κλέος.
Page 1,867