χύτρα

From LSJ
Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτρα Medium diacritics: χύτρα Low diacritics: χύτρα Capitals: ΧΥΤΡΑ
Transliteration A: chýtra Transliteration B: chytra Transliteration C: chytra Beta Code: xu/tra

English (LSJ)

ἡ, Ion. κύθρη Herod.Fr.3 Bgk., later Gr. κύθρα PTeb. 112.42, al. (ii B. C.), Choerob in Theod.2.146H.; Sicil. (acc. to Greg. Cor.p.341S.) κύτρα (but κύθρα is Dor. acc. to Choerob. in Theod.2.423H., and χύτρα is found in Epich.33): (χέω):—

   A earthen pot, pipkin, Ar.Ach.284 (troch.), Av.43, al., X.HG4.5.4, Antiph.70, Thphr. Char.10.5, etc.; χύτρας ἴχνος ἀπὸ σποδοῦ ἀφάνιζε Pythag. ap. Iamb. Protr.21.λδ; χύτραι δίωτοι Pl.Hp.Ma.288d; τοὐπίθημα τῆς χ. ἀφελών Hegesipp.1.13; children were exposed in pots, τὸ δ' ἐσέφερε γραῦς ἐν χύτρᾳ τὸ παιδίον Ar.Th.505; cf. χυτρίζω.    2 χύτραις ἱδρύειν set up, consecrate an altar or statue with pots of pulse, τὰς χ. αἷς τὸν θεὸν (sc. Πλοῦτον) ἱδρυσόμεθα Id.Pl.1197, cf. Sch. ad loc.; Ζηνὸς ἑρκείου χύτρας, μεθ' ὧν ὁ βωμὸς . . ἱδρύθη Id.Fr.245; τί δ' ἄλλο γ' ἢ ταύτην (sc. Εἰρήνην) χύτραις ἱδρυτέον; Answ. χύτραισιν, ὥσπερ μεμφόμενον Ἑρμῄδιον; Id.Pax923, cf. Sch.    3 αἱ χύτραι the pottery-market, Id.Lys.557 (anap.), Poll.7.163.    4 prov., χύτραις λημᾶν to have swellings as big as pipkins in the corners of the eye (cf. λημᾶν κολοκύνταις), Luc.Ind.23, Diogenian.5.63, Hsch.    5 name given to black figs by Mariandyni, Pherecr.68.4.    II a kiss in which one held the other by the ears as by handles (cf. Pl. l. c.), λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic.1.

German (Pape)

[Seite 1385] ἡ, ion. κύθρα u. κύτρα (gewiß mit χέω zusammenhangend), 1) ein irdener Topf; Ar. oft, Plat. u. Folgde; im plur. χύτραι, der Topfmarkt, Schol. Ar. Av. 13 Poll. 7, 163; – ταύτην χύτραις ἱδρυτέον, diese muß man mit Töpfen aufstellen, Ar. Pax 924, geht auf den alten Gebrauch, Altäre u. Statuen niederer Gottheiten, die in Eile aufgestellt werden sollten, mit Töpfen voll gekochter Hülsenfrüchte einzuweihen, vgl. Plut. 1197. – Komisch übertrieben λημᾶν χύτραις, Unreinigkeiten, so groß wie Kochtöpfe in den Augenwinkeln haben, wie λημᾶν κολοκύνταις, Luc. adv. ind. 33. – 2) ein Kuß, bei dem man den Andern an die Ohren faßte, ein Henkelkuß, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic. com. bei Poll. 10, 100; Theocr. 5, 133. – Im plur. αἱ χύτραι, = χύτροι, nach Brunck's Aenderung Ar. Ran. 218.

Greek (Liddell-Scott)

χύτρα: ἡ, Ἰων. κύθρα, καὶ Σικελ. (κατὰ Γρηγ. Κορίνθ. 341) κύτρα· (χέω)· ― πήλινον ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, «τσουκάλι», Λατ. olla, Ἀριστοφ. Ἀχ. 284, Ὄρν. 43, κ. ἀλλ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· χύτραι δίωτοι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ἐνίοτε εἶχε καὶ ἐπίθημα, Τουρκ. «καπάκι», τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελὼν ἐποίησα τοὺς δακρύοντας γελᾶν Ἡγήσιππος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· βρέφη πολλάκις ἐξετίθεντο ἐντὸς χυτρῶν ὡς ἔκθετα, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 505· ἴδε τὰς λέξ. χυτρίζω, χυτρισμός. 2) ταύτην χύτραις ἱδρυτέον, πρέπει νὰ ἱδρύσωμεν (καθιερώσωμεν) διὰ χυτρῶν πλήρων ὀσπρίων, ἐπειδὴ τοιαύτη ἦτο ἡ παλαιὰ συνήθεια, καθ’ ἣν βωμοὶ καὶ ἀγάλματα κατωτέρων θεῶν καθιεροῦντο διὰ χυτρῶν πλήρων ἐκ βραστῶν ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 923 κἑξ., πρβλ. Πλ. 1197, Ἀποσπ. 245. 3) αἱ χύτραι, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο χύτραι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 557. 3) παροιμ., λημῶ χύτραις, ἔχω «τσίμπλαις» τὸ μέγεθος ἴσας πρὸς χύτρας· κωμικὴ ὑπερβολὴ ὁμοία τῷ λημᾶν κολοκύνταις, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C· ― πρβλ. χύτρος. ΙΙ. φίλημα καθ’ ὃ εἷς ἐκράτει τὸν ἕτερον ἀπὸ τῶν ὤτων ὡς ἀπὸ λαβῶν (πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.), Λατ. osculum Florentinum, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Εὔνικος ἐν «Ἀντείᾳ» 1· ὅτι με πρᾶν οὐκ ἐφίλασε, τῶν ὤτων καθελοῖσ’ Θεόκρ. 5. 133· πρβλ. Plaut. Poen. 1. 2, 163, Tabull. 2. 5, 11· ― περὶ τούτου ὁ Lil. Gyrallus ἔγραψε πραγματείαν εὑρισκομένην ἐν τῷ Gruter’s Lampas, 2. 410 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vase d’argile, pot de terre, marmite ; ◊ prov. χύτραις ἱδρύειν τινά θεόν AR consacrer l’autel ou la statue de qqe dieu par l’offrande d’un pot de terre rempli de légumes cuits ; λημᾶν χύτραις LUC avoir des grains de chassie gros comme des marmites, càd être très chassieux et ne pas voir clair.
Étymologie: χέω.

Spanish

fuente de barro , bandeja de barro

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α
πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός», Παπαδ.
β. «κυδωνάτον χύτραν», Πρόδρ.
γ. «τὴν χύτραν συντρίψετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μαγειρικό σκεύος από μέταλλο ή άλλο υλικό
2. φρ. α) «χύτρα ταχύτητας» — σκεύος ειδικής κατασκευής, με βαλβίδα, για γρήγορο βράσιμο τών φαγητών
β) «χύτρες γιγάντων»
γεωλ. κυλινδρικές οπές στο πέτρωμα ποτάμιας κοίτης
αρχ.
1. είδος φιλιού, κατά το οποίο ο ένας κρατούσε τον άλλο από τα αφτιά
2. μαύρο ξηρό σύκο
3. (στην Αθήνα) το μέρος όπου πωλούσαν χύτρες
4. στον πληθ. αἱ χύτραι
χύτρες με βρασμένα όσπρια που χρησιμοποιούσαν στην τελετουργία καθιέρωσης αγάλματος ή βωμού («τὰς χύτρας, αἷς τὸν θεόν ἱδρυσόμεθα, λαβοῡσ' ἐπὶ τῆς κεφαλῇς φέρε σεμνῶς», Αριστοφ.)
5. φρ. «χύτραις λημᾱν» — το να έχει κανείς πολύ μεγάλες τσίμπλες στα μάτια του (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + επίθημα -τρα (βλ. και λ. -τρον), πρβλ. ῥή-τρα, φαρέ-τρα. Ο τ. κύθρη με μετάθεση της δασύτητος του χ- στο -τ-, ενώ ο τ. κύτρα με αποδάσυνση].

Greek Monotonic

χύτρα: Ιων. κύθρη, μεταγεν. κύθρα, κύτρα, ἡ (χέω
1. πήλινο αγγείο, αγγείο για βράσιμο, πήλινη χύτρα, τσουκάλι, Λατ. olla, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. χύτραι, λέγεται για κατώτερους θεούς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χύτρα: ἡ глиняный горшок Arph., Xen.: χ. δίωτος Plat. горшок с двумя ушками; τὸν θεὸν χύτραις ἱδρύειν или ἱδρύεσθαι Arph. подносить богу горшки (с вареными овощами) (форма освящения алтаря или статуи одного из божеств, преимущ. низших); αἱ χύτραι Arph. горшечный рынок, гончарный ряд; χύτραις λημᾶν Luc. иметь по горшку гноя в глазах, т. е. страдать сильным гноетечением из глаз.

Middle Liddell

χύτρα, ἡ, [χέω]
1. an earthen pot, a pot for boiling, pipkin, Lat. olla, Ar., Xen.
2. χύτραι, pots of pulse offered to inferior deities, Ar.