σύννομος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
(A), ον, (νέμω, νομή)
A feeding in herds or together, ταῦροι, κριοί, τράγοι, Arist.HA571b22; ἵπποι ib.611a10; μᾶλα Theoc.8.56 codd.(dub.l.): ἀγέλη (metaph., of mankind) Zeno Stoic.1.61 (also σύννομον ἡ φιλία ζῷον, οὐκ ἀγελαῖον Plu.2.93e); φῦλα πάντα συννόμων of birds that flock together, Ar.Av.1756 (lyr.), cf. 209 (anap.); πάνθ' ὅσα σύννομα ζῷα all animals that herd together, Pl.Criti.110b, cf. Lg.666e: c. dat., living with, τινι Luc.Syr.D.54: metaph., ἔρωτες ἄταισι σ. associated with . ., A.Ch.598 (lyr.); πνεύματα πόλει σ. Hp.Aër.3. 2 c. gen. rei, sharing or partaking in a thing, σ. τινί τινος partner with one in . ., Pi.I.3.17; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε partner of . ., A. Pers.704 (troch.); τῶν ἐμῶν ὕμνων Ar.Av.678 (lyr.): metaph., θαλάσσῃ (v.l. -ης) σύννομοι Σκιρωνίδες πέτραι, of the Scironides which lie between two seas, E.Hipp.979; πταναὶ σύννομοι νεφέων δρόμου winged partners with the racing clouds, i.e. swift as the clouds, Id.Hel.1488 (lyr.). 3 abs. as Subst., σύννομος, ὁ, ἡ, partner, consort, mate, of soldiers, A.Th.354 (lyr.); ὡς λέοντε συννόμω S.Ph.1436; of wives, αἱ δὲ σ. τἄξω . . τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί Id.OC340; of a paramour, Id.El. 600; of a lioness, A.R.4.1339; θήλεια καὶ ἄρρην οἷον σύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Pl.Lg.925c, cf. 943b; of certain tunnies, ἐστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω prob. in Ael.NA15.3 (εἰς τὸν . . σύννομον codd.). II of things, kindred, correspondent, [τέχναι] ὅσαι σύννομοι Pl.Plt.287b, cf. 289b; ἤθη Id.Lg.930a; ἄστρον Id.Ti.42b; φωνή, ὀσμή, D.H.1.39; λίθοι σ. stones cut so as to fit, ashlar, Plb.8.37.1, Str.5.3.8, 17.1.48.
σύννομος (B), ον, (νόμος)
A lawful, regular, συναγωγὰ τῶν συνέδρων IG 5(1).1390.48 (Andania, i B.C.). Adv. -μως as required by law, Sardis 7(1).20.28 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, das Zusammenweiden, -gehen, die Paarung, Ael. H. A. 15, 3. zusammenweidend, auf das Zusammenweiden Bezug habend, τέχναι, Plat. Polit. 287 b; – übh. zusammengesellt, Gefährte, Genosse, Λαβδακίδαισιν σύννομοι, Pind. I. 3, 17; ὡς λέοντε συννόμω, Soph. Phil. 1422; übertr., El. 590 O. C. 341; κενὸς κενὸν καλεῖ ξύννομον θέλων ἔχειν, Aesch. Spt. 336; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, Pers. 690; Eur. Hel. 1504; πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων ξύντροφ' ἀηδοῖ, Ar. Av. 677; vgl. Valck. Eur. Hipp. 977; u. in Prosa: Plat. Legg. II, 666 e u. öfter; γένος ἐν αὐτοῖς ταῦτα οὐδὲν ἔχει μέγα σύννομον, verwandt, Pol. 289 b; τρόπων ἤθη σύννομα, Legg. XI, 930 a; – λίθος σύννομος, Strab. 5, 3, 8, ein in gleicher Größe behauener, abgepaßter Quaderstein zum Bauen. – Mit verändertem Accente συννόμος, mit Andern weiden lassend, zusammen auf die Weide treibend (?).
Greek (Liddell-Scott)
σύννομος: -ον, (νέμω, νομὴ) ὁ ὁμοῦ βοσκόμενος, ὁ ἀγεληδὸν βοσκόμενος, ταῦροι, κριοί, τράγοι, ἵπποι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 4, 6. 9, 4 μᾶλα Θεόκρ. 8. 56· ἀγέλη Πλούτ. 2. 329Β· σημαίνει δὲ στενωτέραν σχέσιν τοῦ ἀγελαῖος, αὐτόθι 93Α· φῦλα πάντα συννόμων, ἐπὶ πτηνῶν ὁμοῦ συναγελαζομένων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1756, πρβλ. 209, 678· πάνθ’ ὅσα ξύννομαι, ὅσα ὁμοῦ βόσκονται, Πλάτ. Κριτί. 110Β, πρβλ. Νόμ. 666Ε· ― μετὰ δοτικ., ὁ ζῶν μετά τινος, τινι Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 54· μεταφορ., ἔρωτες ἄταισι σ., συνόντες Αἰσχύλ. Χο. 598· πνεύματα τόπῳ σ. Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281. 2) μετὰ γενικ. πράγματος, ὁ μετέχων ἢ λαμβάνων μέρος εἴς τι, σ. τινί τινος, ὁ συγκοινωνός τινος εἴς τι, Πινδ. Ι. 3. 27· τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, ἡ μετέχουσα τῆς ἐμῆς εὐνῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τῶν ἐμῶν ὕμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 678· μεταφορ., θαλάσσης σύννομοι πέτραι, ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, αἵτινες κεῖνται μεταξὺ δύο θαλασσῶν, Εὐρ. Ἱππ. 979· ποταναὶ σύννομοι, νεφέων δρόμου, πτερωταὶ μέτοχοι τοῦ δρόμου τῶν νεφῶν, δηλ. ταχεῖαι ὡς τὰ νέφη, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1488. 3) ἀπολ., ὡς οὐσιαστ., σύννομος, ὁ, σύντροφος, ἑταῖρος, ἐπὶ στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 354, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1131· ὡς λέοντε συννόμω αὐτόθι 1436· ἐπὶ συζύγων (γυναικῶν), αἱ δὲ σ. τἄξω… τροφεῖα πορσύνουσ’ ἀεὶ ὁ αὐτ. ἐν Οίδ. ἐπὶ Κολ. 340· ἐπὶ ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 600· ἐπὶ λεαίνης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1339· θήλεια καὶ ἄρρην οἷον ξύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Πλάτ. Νόμ. 925C, πρβλ. 943Β· τὰς θηλείας τὰς σ., ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 15, πρβλ. 9. 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅμοιος, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, [τέχναι] ὅσαι ξύννομοι Πλάτ. Πολιτικ. 287Β, πρβλ. 289Β· ἤθη ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930Α· ἄστρον ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 42Β· φωνή, ὀσμή, Διον. Ἁλ. 1. 39· λίθοι σ., τετμημένοι οὕτως ὥστε νὰ ἁρμόζωσιν εἰς ἀλλήλους, λαξευτοί, πελεκητοί, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 235, 817.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui paît ensemble ; p. suite :
1 qui vit avec, τινι ; fig. θαλάσσης σύννομοι πέτραι EUR les roches qui se baignent dans la mer en parl. des roches Scironides;
2 fig. associé à, τινι;
3 qui partage avec : λέκτρων ξύννομος ESCHL qui partage la couche de qqn ; ὁ, ἡ σύννομος qui partage le même sort, compagnon, particul. époux, épouse.
Étymologie: σύν, νομός.
2ου (ὁ) :
action de paître ensemble ; réunion.
Étymologie: σύν, νομός.
English (Slater)
σύννομος
1 sharing ground with, related to c. dat. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (contra Schr., “πλούτου — ut ἀπὸ κοινοῦ ut ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat”) (I. 3.17)
Greek Monolingual
(I)
και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α
1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», Θεόκρ.
β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.)
2. αυτός που ζει με άλλους («τοὔνεκα αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», Λουκιαν.)
3. αυτός που μετέχει σε κάτι («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», Αριστοφ.)
4. (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί ζευγάρι με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», Σοφ.
β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)
5. όμοιος, του ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)
6. (για λίθο) αρμοστός, λαξευτός, πελεκητός («ᾖν γὰρ ὁ πύργος ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», Πολ.)
7. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ, σύννομος
α) (για στρατιώτη) εταίρος, σύντροφος
β) (για γυναίκα) η σύζυγος
γ) (για άνδρα) εραστής
8. φρ. «ξύννομος λεκτρων» — σύζυγος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νομος].
(II)
-η, -ο / σύννομος, -ον, ΝΜΑ
σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «σύννομες πράξεις της διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», επιγρ.).
επίρρ...
συννόμως Μ
σύμφωνα με τον νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νομος (πρβλ. παρά-νομος)].
Greek Monotonic
σύννομος: -ον (νέμομαι),
1. αυτός που βόσκει από κοινού, που βόσκει κατά αγέλες, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., ἄταισι σύννομοι, αυτός που έχει ως σύντροφο τις συμφορές, σε Αισχύλ.
2. σύννομός τινί τινος, αυτός που μετέχει από κοινού με κάποιον σε κάτι, συμμέτοχος· λέκτρων σύννομε, εσύ που μοιράζεσαι το κρεβάτι του, στον ίδ.· μεταφ., θαλάσσης σύννομοι πέτραι, λέγεται για τις Συμπληγάδες πέτρες, που βρίσκονταν μεταξύ δύο θαλασσών, σε Ευρ.
3. απόλ., ως ουσ., σύννομος, -ὁ, ἡ, σύντροφος, εταίρος, συμπολεμιστής, λέγεται για στρατιώτες, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται, επίσης για γυναίκα σύζυγο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
σύννομος:
1) пасущийся вместе, живущий стадами или стаями (ταῦροι Arst.): πάνθ᾽ ὅσα σύννομα Plat. все, что живет общественной жизнью;
2) живущий вместе, неразлучный (τινι Luc.): ἄταισι σ. Aesch. связанный с погибелью, пагубный; λέοντε συννόμω Soph. пара львов;
3) однородный, родственный (τέχναι, ἤθη Plat.).
ὁ и ἡ
1) участник, спутник (τῶν ὕμνων Arph.): τῶν λέκτρων ξ. Aesch. супруг(а); θαλάσσης σύννομοι Eur. спутницы моря = Σκειρωνίδες πέτραι; σύννομοι νεφέων δρόμου Eur. спутники облаков, т. е. быстролетные, как облака;
2) супруг(а) Soph., Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύννομος -ον [συννέμω] samen grazend:; σύννομα μῆλ ’ ἐσορῶν kijkend hoe de schapen samen grazen Theocr. Id. 8.56; samen levend:; φῦλα πάντα συννόμων πτεροφόρα alle gevleugelde soorten van samenlevende (vogels) Aristoph. Av. 1756; overdr. samenlevend met, gepaard met, met dat.: ἔρωτας ἄταισι... συννόμους hartstochten die gepaard gaan met ellende Aeschl. Ch. 598. delend in, met gen.:; ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων deelgenoot van mijn liederen Aristoph. Av. 678; subst. deelgenoot:. αἱ... σύννομοι de echtgenotes Soph. OC 340. overeenkomstig, verwant:. σ. ἄστρον een soortgelijke ster Plat. Tim. 42b.
Middle Liddell
σύν-νομος, ον, νέμομαι
1. feeding together, gregarious, Ar., etc.: metaph., ἄταισι σύννομοι associated with miseries, Aesch.
2. ς. τινί τινος partner with one in a thing, λέκτρων ξύννομε partner of the bed, Aesch.: metaph., θαλάσσης σύννομοι πέτραι, of the Symplegades which lie between two seas, Eur.
3. absol. as Subst., σύννομος, a partner, mate, of soldiers, Aesch., Soph.; of a wife, Soph.
English (Woodhouse)
associate, companion, consort, fellow, gregarious, partner, of like kind