ἔγχαλκος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον, A in or with brass: moneyed, rich, AP11.425. II for sale, Ath. 13.584e. III with a flavour of copper, Dsc.5.103.
German (Pape)
[Seite 712] mit Geld versehen; γραῖα Ep. ad. 87 (IX, 425); μαστιγίας Men. monost. 365. Aber bei Ath. XIII, 584 e = für Geld käuflich.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχαλκος: -ον, ὁ ἔχων χαλκόν, ἔχων χρήματα, πλούσιος, πᾶσα ἔγχαλκος γραῖα πλουσία ἐστὶ σορὸς Ἀνθ. Π. 11. 425. ΙΙ. διὰ χρημάτων ὠνητός, ὤνιος, Ἀθήν. 584Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mêlé de cuivre ; qui a un goût de cuivre;
2 qui a de l’argent;
3 qui s’achète avec de l’argent.
Étymologie: ἐν, χαλκός.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. adinerado μαστιγία<ς> ἔγχαλκος ἀφόρητον κακόν un bribón digno de azotes adinerado es un mal insufrible Men.Mon.492, γραῖα AP 11.425.
2 de cosas que se paga con dinero, que está a la venta ᾠά Ath.584e.
II 1con sabor a cobre un mineral cuprífero, Dsc.5.103, Orib.13δ.
2 cuprífero Σαρδιανὸς μόλιβδος Anon.Alch.377.14.
Greek Monolingual
ἔγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος
2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
Greek Monotonic
ἔγχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· πλούσιος σε χαλκό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχαλκος: денежный, богатый (μαστιγίας Men.; γραῖα Anth.).