ἀπάγχω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
A strangle, throttle, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Od.19.230; γαλῆν ἀ. Ar.Pax795, cf. Plu.Mar.27, Luc.Lex.11; ὃ μάλιστά μ' ἀπάγχει chokes me with anger, Ar.V.686:—Med., aor. ἀπηγξάμην, and Pass., hang oneself, to be hanged, Archil.67, Hdt.2.131, Hp.Aph.2.43, A.Supp.465, And.1.125, Philem.130, etc.; ἐκ δένδρων Th.3.81; ὥστε μ' ἀπάγχεσθ' am ready to choke, Ar.Nu.988; ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Arr.Epict.2.20.31.
German (Pape)
[Seite 274] erdrosseln, Od. 19, 230; übh. quälen, ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar. Vesp. 686. – Med., sich erhenken, Ar. Nub. 975; Andoc. 1, 125; Xen. Cyr. 3, 1, 25 u. A.; ἀπάγξασθαι Her. 7, 232; ἀπαγξαίμην Ar. Nub. 776; ἐκ τῶν δένδρων, an den Bäumen, Thuc. 3, 81, wie Aesch. Suppl. 460.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάγχω: μέλλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., ἀπαγχονίζω ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· ὥστε μ’ ἀπάγχεσθ’, ἤμην ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπῆγξα;
étrangler, étouffer;
Moy. ἀπάγχομαι (ao. ἀπηγξάμην) se pendre.
Étymologie: ἀπό, ἄγχω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
1 estrangular, ahogar, ahorcar νεβρόν Od.19.230, γαλῆν Ar.Pax 795, σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα Plb.16.34.9, τὰ νήπια τῶν τέκνων Plu.Mar.27, ἑαυτόν Luc.Lex.11, en v. pas., Hp.Aph.2.43
•en v. med. ahorcarse ἄξιον Ἐφεσίοις ... ἀπάγξασθαι Heraclit.B 121, ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος Hdt.2.131, ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο Th.3.81, οὐκ ἀπάγξομαι τάχυ; ¿no me colgaré enseguida? Men.Sam.91, cf. A.Supp.465, And.Myst.125, Philem.130, Arist.Pr.955a8, Phld.Mort.38.37, Plu.2.10c, Artem.2.50, Arr.Epict.2.20.31, LXX 2Re.17.23, To.3.10.
2 sofocar, irritar ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar.V.686
•en v. med. angustiarse ὥστε μ' ἀπάγχεσθαι Ar.Nu.988
•fig. maltratar en v. pas. σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι Archil.211.8.
3 v. Ἀπαγχομένη y Ἀπαγχόμενος.
English (Thayer)
(cf. Latin angustus, anxius, English anguish, etc.; Curtius, § 166): 1st aorist middle ἀπηγξαμην; to throttle, strangle, in order to put out of the way (ἀπό away, cf. ἀποκτείνω to kill off), Homer, Odyssey 19,230; middle to hang oneself, to end one's life by hanging: Aeschylus down.)
Greek Monolingual
ἀπάγχω (Α)
1. στραγγαλίζω, πνίγω
2. (-ομαι) αυτοκτονώ με απαγχονισμό.
Greek Monotonic
ἀπάγχω: μέλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την οργή μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., απαγχονίζω τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην αγχόνη, απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι έτοιμος να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάγχω: (aor. ἀπῆγξα) удавливать, душить (τινά Hom., Arph.; τινὰ ταῖς χερσίν Plut.; ἑαυτόν Luc.); med. удавливаться Her., Xen., Arph., Arst., Plut., вешаться (ἔκ τινος Aesch., Thuc.).
Middle Liddell
to strangle, throttle, Od., Ar.; to choke with anger, Ar.:—Mid. and Pass. to hang oneself, to be hanged, Hdt., attic: to be ready to choke, Ar.
Chinese
原文音譯:¢p£gcomai 阿普-昂何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-緊壓 相當於: (חָנַק)
字義溯源:自己吊死,吊死,自縊;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ἀγρυπνία)X*=扼喉)組成;其中 (ἀγρυπνία)X出自(ἀγκάλη)=手臂),而 (ἀγκάλη)又出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 吊死了(1) 太27:5