θαυματουργός

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτουργός Medium diacritics: θαυματουργός Low diacritics: θαυματουργός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thaumatourgós Transliteration B: thaumatourgos Transliteration C: thavmatourgos Beta Code: qaumatourgo/s

English (LSJ)

όν, A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d. II puppet maker or puppet showman, Hero Aut.1.7(pl.).

German (Pape)

[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des tours d’adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.

Greek Monolingual

και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαιουργός, ξυλουργός].