Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηρύλος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sts. " to " sometimes ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύλος Medium diacritics: κηρύλος Low diacritics: κηρύλος Capitals: ΚΗΡΥΛΟΣ
Transliteration A: kērýlos Transliteration B: kērylos Transliteration C: kirylos Beta Code: khru/los

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sometimes identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.

Greek Monolingual

ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό του είδους της αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω.

Greek Monotonic

κηρύλος: [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο τύπος κείρυλος είναι σκώμμα του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο κουρέας Σποργίλος (από το κείρω), «ξυραφοπούλι».

Russian (Dvoretsky)

κηρύλος: (ῠ) ὁ предполож. зимородок-самец Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, which was identified or compared with the kingfisher ἀλκυών (Alcm., Archil., Ar. Av. 299f. [here written κειρύλος as nickname referring to κείρειν], Arist.); see Thompson Birds s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -υλος (diminutive?), Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); from a basis κηρ-, or κηλ- (with dissimilation)? In the first case perh. with Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) to Skt. śārá- motley, śārī- name of a bird; cf. Frisk Nom. 6 w. n. 4 (IE. *ḱero-); in the latter case one connected κελαινός etc (s. v.), WP. 1, 420. One might follow Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. and connect *κηλ-ύλος with κήλων breeding stallion; cf. the description of the bird in H.: κηρύλος ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός. So no etym.

Middle Liddell

κηρῠ́λος, ὁ,
the halcyon. The form κείρυλος, is a joke in Ar., the barber Sporgilos being called (from κείρὠ, rasor-bird.

Frisk Etymology German

κηρύλος: {kērúlos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Vogels, der bisweilen mit dem Eisvogel ἀλκυών identifiziert oder verglichen wird (Alkm., Archil., Ar. Av. 299f. [hier κειρύλος geschrieben als Spitzname mit Beziehung auf κείρειν], Arist. u. a.); zur Sache Thompson Birds s. v.
Etymology : Bildung auf -υλος, wohl deminutivisch (Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); als Grundlage kommt nicht nur κηρ-, sondern auch κηλ- (mit Dissimilation) in Betracht. Im ersten Falle vielleicht mit Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) zu aind. śārá- bunt, śārī̆- N. eines Vogels; vgl. Frisk Nom. 6 m. A. 4 (idg. *ḱero-); im letzteren ist an κελαινός u. Verw. (s. d.) angeknüpft worden (WP. 1, 420). Man ist aber dann vielmehr geneigt, mit Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. *κηλύλος zu κήλων Zuchthengst zu ziehen; vgl. die Beschreibung des Vogels bei H.: κηρύλος· ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός.
Page 1,844-845