Λακεδαίμων
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ονος, ἡ, voc. -ον v.l. in Pi.P.10.1:—Lacedaemon, the capital of Laconia, Od.13.414, etc.; also, Laconia itself, Il.2.581, Hdt.1.67, etc.: also as adjective, Διὸς Λακεδαίμονος Id.6.56; Λ. γῆς E.Hel.474:—but regul. Adj. Λακεδαιμόνιος, α, ον, of persons, Hdt.7.228, etc., Λακωνικός being commonly used of things; but Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Call.Lav.Pall.24.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκεδαίμων: -ονος, ἡ, κλητ. ον, Πινδ. Π. 10. 1· ― ἡ πρωτεύουσα τῆς Λακωνίας· ὡσαύτως αὐτὴ ἡ Λακωνία, Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ., πρβλ. Müller Dor. 1. 4, 93· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Διὸς Λακεδαίμονος Ἡρόδ. 6. 56· Λακ. γῆς Εὐρ. Ἠλ. 474· ἀλλ. ὁμαλ. ἐπίθ. Λακεδαιμόνιος, α, ον, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ., κτλ.· Λακωνικός, κεῖται κοινῶς ἐπὶ πραγμάτων· ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 24. (Ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Κουρτ. εἰς τὸ *λάξ, λακός, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ὡς = φάραγξ· εἰ οὕτως ἔχει, τότε αὐτὴ ἡ λέξις περιέχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου, κητώεις, ὃ ἴδε.)
French (Bailly abrégé)
ονος (ἡ) :
1 Lacédémone, capitale de la Laconie;
2 contrée du Péloponnèse, autre nom de la Laconie.
English (Autenrieth)
Lacedaemon, the district whose capital was Sparta; epithets, δῖα, Od. 3.326; ἐρατεινή, Il. 3.239; εὐρύχορος, Od. 13.414; κοίλη, κητώεσσα, Od. 4.1.
English (Slater)
Λᾰκεδαίμων
1 Sparta “τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” (τότε γὰρ οἱ Ἡρακλεῖδαι κατελθόντες ἐξανέστησαν τοὺς προκατέχοντας Μυκηνῶν καὶ Ἄργους καὶ Λακεδαίμονος. Σ.) (P. 4.49) μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (v. Πύλος) (P. 5.69) ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία (P. 10.1) κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι (sc. Διόσκουροι) (I. 1.17)
Greek Monolingual
Λακεδαίμων, -ονος, ἡ (Α)
1. η πρωτεύουσα της Λακωνίας
2. η Λακωνία
3. (αρσ. και θηλ.) ως επίθ. αυτός που κατάγεται από τη Λακωνία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. λακεδάμα (=ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον ἁλικὶ ἐπικεχυμένον ὅ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι, κατά τον Ησύχιο), ενώ κατ' άλλους το β' συνθετικό της είναι η λ. δαίμων, με σημ. «μέρος». Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε τ. Λακεν-αίμων < Λάκων + κύριο όν. Αἵμων, με ανομοίωση του -ν- σε -δ. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].
Greek Monotonic
Λᾰκεδαίμων: -ονος, ἡ, κλητ. -ον,
I. Λακεδαιμονία, πρωτεύουσα της Λακωνίας, αλλά και η ίδια η Λακωνία, σε Όμηρ., Ηρόδ., κ.λπ.
II. ως επίθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· αλλά ομαλ. επίθ., λέγεται για ανθρώπους, Λακεδαιμόνιος, -α, -ον, σε Ηρόδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Λᾰκεδαίμων: ονος adj. лакедемонский (γῆ Eur.).
ονος ἡ Лакедемон
1) Hom., Her. etc. = Λακωνική 1;
2) столица Лакедемона, т. е. Σπάρτη Hom., Pind., Thuc.
Frisk Etymological English
ονος
Grammatical information: f.
Meaning: town and country on the Eurotas (Il.);
Other forms: Myc. rakedaminijo /Lakedamnijos/ and [ra]kedamonijo /Lakedaimonijos/.
Derivatives: Λακεδαιμόνιος m. inhabitant of L. (Hdt.), also adj. (f. almost only Λάκαινα, s. Λάκων); λακεδαιμονίζω = λακωνίζω (Ar. Fr. 95).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Meaning of the appellative unknown, so without etymology. Several proposals: to λακεδάμα ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι H. (Curtius; cf. also v. Blumenthal Hesychst. 17 with doubtful combinations); 2. member = δαίμων as part (Bechtel Dial. 2, 370); from *Λακεν-αίμων dissimilated, to Λάκων (s. v.) and another PeoplesN Αἵμων (Szemerenyi Glotta 38, 14 ff. with ample discussion). After Fick Vorgr. O N 90 rather Hellenisation of a PreGreek word. Cf. Bölte in P.-W. II: 3, 1268. fisk thinks that Λάκων is shortende from Λακε-δαιμόνιος; Λακε- is found in Λάκε-θεν, a demos of Eretria.
Middle Liddell
Λᾰκεδαίμων, ονος,
I. Lacedaemon, the capital of Laconia, and Laconia itself, Hom., Hdt., etc.
II. as adj., Hdt., Eur.; but regul. adj. Λακεδαιμόνιος, α, ον, of persons, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
Λακεδαίμων: -ονος
{Lakedaímōn}
Grammar: f.
Meaning: Stadt und Landschaft am Eurotas (seit Il.);
Derivative: Λακεδαιμόνιος m. ‘Bewohner von L.’ (Hdt. usw.), auch Adj. (f. fast nur Λάκαινα, s. Λάκων); λακεδαιμονίζω = λακωνίζω (Ar. Fr. 95).
Etymology: Appellativische Bed. unbekannt, mithin ohne Etymologie. Mehrere Deutungsvorschläge: zu λακεδάμα· ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι H. (Curtius; vgl. auch v. Blumenthal Hesychst. 17 mit fragwürdigen Kombinationen); Hinterglied = δαίμων im Sinn von Teil (Bechtel Dial. 2, 370); aus *Λακεναίμων dissimiliert, zu Λάκων (s. d.) und einem anderen VN Αἵμων (Szemerenyi Glotta 38, 14 ff. mit ausführlicher Diskussion). Nach Fick Vorgr. O N 90 vielmehr Hellenisierung eines vorgr. Wortes. Vgl. Bölte in P.-W. II: 3, 1268 m. weiteren Einzelheiten.
Page 2,74-75